Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Το πρόβλημα ενός ανθρώπου να μιλήσει σωστά που φέρει το τίτλο του βασιλιά και η ανάγκη του για θεραπεία, τον φέρνει σε ισότητα με ένα φτωχό αλλά χαρισματικό άνθρωπο, που έχει την ικανότητα να τον θεραπεύσει. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε είναι ότι πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, με πραγματικά γεγονότα σε ένα πραγματικά υποκριτικό κόσμο. Τι εννοώ με αυτό;

Η ταινία ξεκινάει με ένα ερώτημα. Τι μας κάνει να είμαστε αυτό που λέμε ότι είμαστε; Είμαστε πράγματι αυτό που δηλώνουμε ή υποδυόμαστε ρόλους; Η ερώτηση τίθεται απ’ το ξεκίνημα, πολύ πριν την φανέρωση του τραυλισμού του διάδοχου, απ’ τη σκηνή της οντισιόν του γιατρού για τον ρόλο του Ριχάρδου του ΄Γ . «Ξέρω όλα τα λόγια, έχω ξαναπαίξει τον ρόλο» λέει ο Λάιονελ στους κριτές, όταν σχολιάζουν αρνητικά το παίξιμο του. «Πιστεύω ότι η θεατρική μας κοινωνία ψάχνει για κάποιον ελαφρώς νεώτερο», του απαντούν εκείνοι. Η φράση «η θεατρική μας κοινωνία» έχει σαφώς διττή έννοια. Δεν είναι μόνο το κοινό ενός θεάτρου ή της θεατρικής τέχνης, αλλά η κοινωνία έχει μάθει να λειτουργεί με θεατρινίστικο τρόπο. Να δίνει τεράστια έμφαση στην εξωτερική εικόνα, στην παρίσταση ρόλων, παρά στην ουσία. Σε αυτό που φαίνεται παρά σε αυτό που είναι. Να στηρίζεται στον πιο καλό θεατρίνο και όχι στο πιο άξιο πραγματικά.

Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα του διάδοχου του θρόνου. Κληρονομεί έναν τίτλο, που εσωτερικά δεν είναι. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Κάτι που γνωρίζει όχι γιατί έχει επίγνωση των βαθύτερων προβλημάτων που κουβαλά, αλλά γιατί το σύμπτωμα όλων αυτών, που είναι ο τραυλισμός, του καταστρέφει την εξωτερική εικόνα. Έτσι αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ενός ειδικού που έχει την φήμη ότι μπορεί να τον θεραπεύσει, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια πολλών άλλων. Ο Λάιονελ δεν είναι ένας συνηθισμένος θεραπευτής. Έχει παλέψει με αναρίθμητες περιπτώσεις. Έχει βοηθήσει στρατιώτες με ψυχικά τραύματα μετά τον Ά Παγκόσμιο. Έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα, μια σπάνια σοφία και ένα αληθινά ταπεινό πνεύμα. Και το κυριότερο το κάνει με την καρδιά του. Δεν τον νοιάζει η υστεροφημία του, ούτε τα λεφτά. Το κάνει επειδή χαίρεται να βλέπει ανθρώπους να θεραπεύονται και να προχωρούν πάλι στην ζωή τους. Ο Λάιονελ είναι αυτό που φαίνεται, ένας άνθρωπος ουσίας και μάλιστα στον μέγιστο βαθμό. Ακόμη και αν με βάση τα πρότυπα της κοινωνίας δεν έχει αυτή την πολυπόθητη γυαλιστερή βιτρίνα. Δεν έχει διπλώματα για αυτό που κάνει, δεν έχει οικονομική ευρωστία, κοινωνική επιφάνεια, είναι ο γιός ενός ζυθοποιού.

Εκεί όμως είναι που δίνει την έμφαση όλη η ταινία. Να φαίνεσαι ή να είσαι ρωτάει; Ασφαλώς το δεύτερο. Η κοινωνία όμως προκρίνει το πρώτο. Γιατί το να δείχνεις είναι κάτι εύκολο, γρήγορο, χωρίς κόστος. Με ανώδυνο τρόπο λαμβάνεις το θαυμασμό και το χειροκρότημα των άλλων. Απ’ την άλλη μεριά το να γίνεις κάτι αληθινό περνάει μέσα από εμπειρίες, χρόνο, κόπο και κόστος, που το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινωνίας δεν είναι διατεθειμένο να πληρώσει. Έτσι καταλήγουμε σε ένα άγραφο κοινό συμφωνηθέν, να δίνουμε αξία στο εξωτερικό φαίνεστε αν αυτό είναι τόσο γυαλιστερό όσο να καθησυχάζει τις ανασφάλειες μας και να μας δίνει την ψευδαίσθηση της εγκυρότητας. Όσο πιο γυαλιστερή η επιφάνεια, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία. Το μόνο που πρέπει να προσέχεις επιμελώς, είναι να μην φανερωθεί προς τα έξω αυτό που είσαι αληθινά. Αυτό πρέπει να το καταπιέζεις και να το κρύβεις όσο καλύτερα γίνεται. Εάν φανερωθεί γκρεμίζεται όλο το οικοδόμημα. Το να κρύβεσαι όμως συνεχώς δεν είναι ούτε το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο, ούτε χωρίς κόστος. Αρκετοί από εμάς δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά στην πορεία. Εάν μάλιστα κάποιος φανερωθεί ποιος είναι, κατατάσσεται άμεσα στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, μπορεί και τρίτης. Όσο πιο αποκρουστική είναι η πραγματική σου εικόνα τόσο πιο χαμηλά κατατάσσεσαι.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο την «έχει πατήσει» και η βασιλική οικογένεια. Στον αγώνα τους να φτιάξουν διαδόχους με την καλύτερη δυνατή εξωτερική εικόνα, (σίδερα στα γόνατα για ίσια πόδια, δεξιά γραφή αντί για αριστερή) προκάλεσαν βλάβες εσωτερικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μπέρτυ κατέληξε ούτε μέσα του να μην είναι καλά, αλλά η εσωτερική «βλάβη» να φαίνεται και εξωτερικά.

Και ο πρώτος γιος όμως έχει τα δικά του προβλήματα. Είναι εκείνος που πρόκειται να παραλάβει τον θρόνο. Ένας τίτλος όμως και ένα αίμα δεν σε κάνει βασιλιά, ούτε δικαιολογεί μια θέση. Η πραγματική κατάσταση του μέλλον διάδοχου είναι ότι του αρέσει να γλεντάει. Δεν μπορεί να πειθαρχήσει σε συγκεκριμένα πράγματα και να καθυποτάξει επιθυμίες του. Είναι ακατάστατος, ανεύθυνος και δεν μπορεί να αντέξει ψυχολογικές πιέσεις. Κοινώς είναι άνθρωπος. Όλο αυτό το «πακέτο» δεν μπορεί να κρυφτεί και μάλιστα για πολύ. Όταν φανερώνεται η ευθύνη της διαδοχής πέφτει στον δεύτερο υιό. Ο τραυλισμός του δεν κρύβεται με τίποτα και ήδη τον έχει εκθέσει πάνω από μια φορές. Πως θα γίνει βασιλιάς όταν ούτε καν μπορεί να μιλήσει σωστά;

Αυτό είναι ο λόγος (αν και όχι η ουσιαστική αιτία) που τον οδηγεί στον χαρισματικό θεραπευτή. Τα πραγματικά του προβλήματα είναι φόβοι, παιδικά τραύματα, μειωμένη αυτοπεποίθηση και ότι δεν έχει βρει ακόμη τον εαυτό του. Πράγματα που δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί, αλλά η προσοχή του είναι στο εξωτερικό σύμπτωμα του τραυλισμού. Ο λόγος που ο Λάιονελ ζητάει απ’ τον διάδοχο του θρόνου μια σχέση εμπιστοσύνης και ισότητας, δεν είναι επειδή έχει κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητας, αλλά επειδή γνωρίζει ότι η θεραπεία του μέλλων βασιλιά περνάει από την έκθεση και το άγγιγμα του πραγματικού του χαρακτήρα. Εκείνος όμως δεν είναι διατεθειμένος να τσαλακώσει το επίπλαστο profil του ενώπιων του θεραπευτή του. «Θα σε αποκαλώ Μπέρτυ» (το χαϊδευτικό του, που τον προσφωνούν στο οικογενειακό του περιβάλλον),  του λέει ο θεραπευτής. «Ενώ εσύ μπορείς να μας λες απλά Λάιονελ». «Θα με αποκαλείς υψηλότατε και κύριε», του απαντάει. «Ή Πρίγκιψ Άλμπερτ, Φρέντερικ, Άρθουρ, Τζόρτζ».

Τι τραγική ειρωνεία. Ο Γεώργιος ο 6ος έχει τον τίτλο του βασιλιά, αλλά εσωτερικά δεν είναι. Παρόλα αυτά έχει την απαίτηση να τον αποκαλούν Μεγαλειότατο. Ενώ ο Λάιονελ δεν έχει τον τίτλο του γιατρού, αλλά εσωτερικά είναι και μάλιστα ο καλύτερος της Αγγλίας στον τομέα του. Παρόλα αυτά δεν έχει καμία αξίωση να τον προσφωνούν γιατρό, αλλά νιώθει μια χαρά να τον αποκαλούν με το μικρό του όνομα. «Εγώ βάζω τους κανόνες εδώ» του λέει ο Λάιονελ. Μια άλλη δυσκολία του διάδοχου είναι να αποδεχτεί ότι στο γραφείο του θεραπευτή δεν μπορεί να βάλει τους όρους αυτός. Δεν έχει εκείνος τον έλεγχο, αλλά πρέπει να τον παραχωρήσει σε κάποιον άλλον. Τα δεδομένα αυτά κάνουν τον Μπέρτυ να απορρίψει τον Λάιονελ. Φεύγει όχι γιατί βρήκε λύση στο πρόβλημα του, αλλά γιατί δεν θέλει να κάμψει την υπερηφάνεια του. Αυτό δεν σημαίνει ότι φεύγει και το πρόβλημα του.

Στην πραγματικότητα καλείτε να ταπεινωθεί (σαν ένας άλλος Νεεμάν της βιβλικής ιστορίας), να πάψει να παριστάνει και να αναγνωρίσει τις αδυναμίες του. Αυτό είναι το αντίτιμο της θεραπείας του. Η παραδοχή της πραγματικής του κατάστασης όμως, δεν είναι και τόσο απλό πράγμα τελικά, αλλά θα χρειαστεί μια σταδιακή κάθοδος προς το πραγματικό του εαυτό. Καταλυτικό ρόλο παίζει το σταθερό του πρόβλημα, ο τραυλισμός το οποίο του θυμίζει ότι τα πράγματα δεν είναι εντάξει.

Η δεύτερη φορά που επιστρέφει στον καναπέ του ιατρείου, τον βρίσκει στο σημείο να έχει παραδεχτεί την ανάγκη του για τον γιατρό, αλλά χωρίς να έχει ταπεινωθεί και ούτε βεβαίως να έχει αναγνωρίσει ότι το πρόβλημα είναι κάτι βαθύτερο από τον τραυλισμό. Επιμένει να τα βλέπει σαν απλά μαθήματα και όχι κάτι απ’ το οποίο εξαρτάται όλο το μέλλον του, η μόνη ελπίδα για να γίνει κάτι αξιόλογο. «Θέλω μια αυστηρά επαγγελματική σχέση, χωρίς προσωπικές ανοησίες», λέει στον Λάιονελ. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι μηχανική υποστήριξη». «Αυτό που εσείς ζητάτε θα αγγίξει μόνο την επιφάνεια του προβλήματος», του απαντάει εκείνος, έχοντας δίκιο. Ο νους του Μπέρτυ δεν μπορεί να χωνέψει ότι πρέπει να πάψει να παριστάνει τον σπουδαίο και ότι πρέπει να εκθέσει τον εαυτό του στον γιό ενός ζυθοποιού. Οι αξίες του είναι στηριγμένες ακόμα στους τίτλους και την κοινωνική θέση και όχι στην ποιότητα του χαρακτήρα και στην γνήσια ικανότητα. Ο Λάιονελ δέχεται να τον βοηθήσει έστω και με μηχανική υποστήριξη, επιμένοντας όμως ότι στον δικό του χώρο θα ισχύουν οι δικοί του όροι.

Η τρίτη επιστροφή είναι μετά τον θάνατο του πατέρα του και την κληρονομιά του θρόνου απ’ τον πρώτο ανάξιο υιό. Η στιγμή που φτάνει στο γραφείο, τον βρίσκει να πιάνει τον γιατρό να παίζει με τα παιδιά του. Έχει βάλει ένα μαξιλάρι για καμπούρα υποδυόμενος χαρακτήρες απ’ τα θεατρικά του Σαίξπηρ. Αυτό είναι μία ένδειξη απ’ την ελευθερία του να απολαμβάνει αυτό που είναι και την έλλειψη βάρους να παριστάνει κάτι που δεν είναι.          Όσον αφορά τον Μπέρτυ, η γυαλιστερή του εικόνα δεν έχει σπάσει εντελώς, αλλά έχει αρχίσει να κάνει ρωγμές. Αυτό φαίνεται απ’ το ότι δέχεται να πιει ουίσκι μαζί με τον γιατρό και αρχίζει να ανοίγεται. Εκεί φανερώνονται τα πραγματικά του προβλήματα. Έλλειψη παιδικής ηλικίας, καταπίεση χάριν της εικόνας ενός γαλαζοαίματου, κακοποίηση από την νταντά, απώλεια αδερφού. Όσο τα βγάζει στο φως τόσο θεραπεύεται. Όσο ανοίγει τα παραθυρόφυλλα της ψυχής τόσο έρχεται ελευθερία.

Τι πιο απλός τρόπος θεραπείας από το να εμπιστευτείς κάποιον, να ανοίγεις τα εσώψυχα σου για να μπει πνευματικός αέρας. Απ’ το να παρουσιάσεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι και όχι όπως οι άλλοι απαιτούν. Αυτό όμως είναι η μισή θεραπεία. Η άλλη πλευρά της είναι η εμφύσηση πίστης για να γίνεις αυτό που προορίστηκες. Ο γιατρός τον ενθαρρύνει λέγοντας του ότι έχει όλα τα προσόντα να γίνει βασιλιάς. Σε αυτό το σημείο είναι που ο Μπέρτυ κάνει πίσω.  Φοβάται τις ευθύνες του σε βαθμό που προσβάλει (για άλλη μια φορά) τον γιατρό. Με το πρόσχημα ότι μπαίνει σε προσωπικά ζητήματα του λέει: «Είμαι ο γιος ενός βασιλιά. Ενώ εσύ ο γιος ενός ζυθοποιού. Είσαι ένα τίποτα!».

Η πρόβλεψη του Λόνγκ δεν αργεί και μάλιστα σύντομα να βγει αληθινή. Ο μεγάλος αδελφός παραιτείται απ’ τον θρόνο και οι εξελίξεις φέρνουν τον «Μπέρτυ» στην θέση του βασιλέα.  Αυτό συνεπάγεται όμως στο να έρθει ξανά αντιμέτωπος με το πρόβλημα του τραυλισμού, με τους φόβους του και την μειωμένη αυτοπεποίθηση. Για πρώτη φορά λυγίζει και συντετριμμένος μπροστά στην σύζυγο του κάνει την πιο σημαντική ομολογία: «Δεν είμαι βασιλιάς. Είμαι μόνο ένας αξιωματικός του ναυτικού». Στην πραγματικότητα ομολογεί ότι δεν είναι ο Γεώργιος ο 6ος, ο Πρίγκιψ Άλμπερτ, ο Φρέντερικ, ο Άρθουρ, ο Τζόρτζ. Είναι απλά ο Μπέρτυ. Ένα πεντάχρονο αγόρι μέσα στο σώμα ενός ενήλικα που για πολλούς λόγους δεν μπόρεσε να μεγαλώσει σωστά. Η αναγνώριση της αληθινής του κατάστασης είναι όμως που του δίνει το έναυσμα από το σημείο που έχει μείνει, να προχωρήσει μπροστά. Από εκεί ξεκινάει η ελευθερία, διότι είναι η αλήθεια του εαυτού του, την οποία για πρώτη φορά τολμάει να κοιτάξει κατάματα, θυμίζοντας την ρήση του Χριστού «θα γνωρίσετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει». Η μάσκα έχει σπάσει. Τώρα μπορεί να κοιτιέται στο καθρέφτη γυμνός χωρίς να ντρέπεται. Ο χώρος έχει καθαρίσει για να μπορεί να ξεκινήσει το χτίσιμο του Μπέρτυ, αυτού που πρόκειται να γίνει βασιλιάς, από μέσα προς τα έξω και όχι μόνο το δεύτερο.

Η τέταρτη επιστροφή τον βρίσκει να ζητάει συγγνώμη απ’ τον γιατρό και να ταπεινώνεται αληθινά. Δεν έχει πρόβλημα πλέον αν μάθει η γυναίκα του Λάιονελ ποιόν βοηθούσε ο άντρας της, ο οποίος τήρησε πιστά την εχεμύθεια. Δεν έχει πλέον πρόβλημα να τον αποκαλέι Μπέρτυ. Σε αυτό ακριβώς το «παιδί» απευθύνεται ο Λάιονελ, πιάνοντας το απ’ το χέρι για να τον οδηγήσει στην ωριμότητα. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι για πράγματα που φοβόσουν όταν ήσουν πέντε χρονών», του λέει! Όλη η υπόλοιπη θεραπεία δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την εμφύσηση πίστης στις αληθινές του δυνατότητες.

Τα πράγματα αν και κυλούν ρόδινα πρόκειται να δοκιμαστούν για μια ακόμη φορά και μάλιστα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή,  στην πρόβα για την τελετή της στέψης. Στην πραγματικότητα αυτός που δοκιμάζεται είναι ο Μπέρτυ, ο οποίος θα αναθεωρήσει την επιλογή να εμπιστευτεί τον Λάιονελ, όταν μαθαίνει απ’ τον αρχιεπίσκοπο ότι ο μέντορας του δεν έχει κανένα πιστοποιητικό, δίπλωμα σπουδών κ.τ.λ. «Είσαι τσαρλατάνος» του λέει, προσβάλλοντας τον για πολλοστή φορά. «Με τον πόλεμο να πλησιάζει φόρτωσες το έθνος με ένα μουγγό βασιλιά. Κατέστρεψες την ευτυχία της οικογένειας μου, παγιδεύοντας έναν ασθενή που δεν ήταν δυνατόν να βοηθήσεις», κάνοντας αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται προβολή. Ξεχνώντας την στιγμή εκείνη, ότι ο λόγος που πήγε στον Λάιονελ, ήταν επειδή εκείνοι που είχαν τα διπλώματα, δεν είχαν καταφέρει να τον βοηθήσουν. Το τελευταίο μάθημα στον Μπέρτυ είναι και η κορυφαία σκηνή της ταινίας. Η στιγμή που ο Λάιονελ πάει και κάθεται στον θρόνο. «Τι κάνεις;» του φωνάζει έκπληκτος. «Αυτός είναι ο θρόνος της τελετής της στέψης». «Είναι μια απλή καρέκλα», του απαντάει εκείνος. Εμείς δίνουμε αξία σε πράγματα.

Αυτό που εργάζεται είναι απελευθέρωση από την πίστη στους τίτλους. Διότι αυτό που έχει ήδη αποδειχθεί είναι ότι εκείνοι που είχαν δίπλωμα δεν ήταν πραγματικοί γιατροί, ενώ εκείνος που δεν έχει είναι. Το θέμα είναι να δοκιμάζεις την ουσία των πραγμάτων και αν αυτή υπάρχει, τότε πράγματι είναι αυτό που λέει. Άλλωστε η απόδειξη της αυθεντικότητας στην δική του περίπτωση είναι ο ίδιος ο Μπέρτυ, ο οποίος ορθώνει τον λόγο του απέναντι στον ίδιο τον θεραπευτή του! Την ίδια στιγμή που τον αμφισβητεί επιβεβαιώνει ότι έχει θεραπευτεί, διότι ο λόγος της αμφισβήτησης γίνεται χωρίς κανέναν τραύλισμα! «Έχω το δικαίωμα να είμαι εδώ γιατί έχω φωνή», του λέει. «Ναι έχεις» του απαντάει, αφήνοντας ο ίδιος να σκεφτεί ότι το ίδιο το αποτέλεσμα είναι το καλύτερο πιστοποιητικό. Είναι αυτό που δείχνει το χάρισμα, την ικανότητα, την σκληρή δουλειά και την εμπειρία.

Όσον αφορά τον αρχιεπίσκοπο πόσο αυθεντικός μπορεί να είναι κάποιος ο οποίος κολακεύει χάριν μιας θέσης, αντί το μέλημα του να είναι πώς να υπηρετήσει το ποίμνιο του Χριστού και πώς να ελκύσει ψυχές στον Σωτήρα; Τουλάχιστον αυτή είναι η ευθύνη της θέσης που διάλεξε να κάτσει. Μάλιστα ένας άνθρωπος του Θεού είναι ο πρώτος που δεν πρέπει να υποδύεται αλλά να είναι αυθεντικός. Είναι ο πρώτος σε μια κοινωνία που το είναι του δεν πρέπει να στηρίζεται σε πιστοποιητικά, αλλά στον χαρακτήρα του Χριστού, που έχει αποκτήσει από μια σφυριλατημένη σχέση με τον Σωτήρα και έχει καλλιεργηθεί μέσα στον χρόνο. Είναι άρωμα Χριστού γιατί για καιρό έμεινε στα χέρια του θείου Κεραμέα. Αντ’ αυτού θεωρεί αυτονόητο δεδομένο τα διπλώματα ως αποδεικτικό αυθεντικότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που προσπαθεί να υποσκελίσει τον Λάιονελ. Αμφισβητείτε το δικό του «οικοδόμημα» μέσω αυτών που έχει επιτύχει εκείνος χωρίς πιστοποιητικά.

Μετά απ’ αυτά ο βασιλιάς Γεώργιος ο 6ος είναι έτοιμος να κυβερνήσει. Έχει νικήσει τους φόβους του και τους προσωπικούς του δαίμονες. Έχει πετύχει την προσωπική του υπέρβαση. Δεν είναι κάποιος που δείχνει κάτι, αλλά είναι μέσα του ο ίδιος. Οι πληγές του έχουν επουλωθεί. Οι ανασφάλειες έχουν νικηθεί. Στην ψυχή του έχει μπει τάξη και με το παρελθόν έχει συμφιλιωθεί. Είναι πλέον ισορροπημένος, αξιόπιστος, δυνατός. Αυτός είναι και ο  λόγος που ο Λάιονελ για πρώτη φορά αποκαλεί τον Μπέρτυ Μεγαλειότατο. Όχι απλά γιατί κατάφερε να κάνει μια σωστή ομιλία στο ραδιόφωνο, όχι γιατί έγινε βασιλιάς, αλλά επειδή ξεπέρασε τα παιδικά του τραύματα, νίκησε το παρελθόν του και μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αυτά είναι τα κριτήρια που ο Μπέρτυ έχει μετατραπεί πραγματικά σε Μεγαλειότατο. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα μεγαλειότατος είναι κάθε ένας που καταφέρνει να ξεπεράσει τα προσωπικά του βουνά, ακόμη κι αν ο αγώνας του δεν είναι ορατός από κανέναν άλλον.

Όλα καταλήγουν στην κρίσιμη στιγμή του ανόδου του Χίτλερ και στο ξεκίνημα του ΄Β Παγκόσμιου. Οι δύο άντρες που στάθηκαν ενάντια, ήταν ο Τσώρτσιλ ως πρωθυπουργός και ο Γεώργιος ο 6ος ως βασιλιάς. Κάτω από την ηγεσία τους, η Αγγλία ήταν η βασική χώρα στην Ευρώπη που απέκρουσε τον Χίτλερ, μέχρι την είσοδο της Αμερικής και της Ρωσίας στον πόλεμο. Τι πιο ειρωνικό; Δύο άνθρωποι με πρόβλημα ομιλίας (ο Τσώρτσιλ είχε χασμοδοντία) απώθησαν τον δικτάτορα με το δυνατότερο χάρισμα ρητορικής στην Ευρώπη.

Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η βοήθεια του Λάιονελ στον βασιλιά ήταν καταλυτική. Η απέραντη υπομονή, η ταπείνωση, η πιστότητα, η επιμονή ήταν τεράστιας σημασίας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό απ’ ότι θα μπορούσε κάποιος να εκτιμήσει την στιγμή που όλα αυτά συνέβαιναν. Η τελική κατάληξη όμως είναι που οδηγεί και στην τελική αποτίμηση. Αυτό είναι ένα μάθημα για όλους μας. Μπορεί η προσφορά σου σε κάποιον να φαίνεται στα μάτια σου ασήμαντη, άνευ ιδιαίτερης αξίας. Είναι μόνο γιατί δεν βλέπουμε το μετά και το αντίκτυπο που μπορεί να έχει σε πολλούς περισσότερους ανθρώπους, απ’ αυτούς που βλέπει η όραση μας και σε πολύ μεγαλύτερο χρόνο. Μόνο ο ουρανός μπορεί να κάνει σωστή αποτίμηση μιας προσφοράς, μιας θυσίας, ενός κόπου μιας στάσης καρδιάς. Και όποιος εμπιστεύεται τον Ουράνιο Μισθαποδότη δεν θα απογοητευτεί, αλλά σίγουρα θα έχει τον μισθό του.