ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΚΙΝΕΖΟΥ

Ένας Κινέζος δεν κατόρθωνε να καταλάβει την απλότητα του Ευαγγελίου και την Χάρη που οδηγεί στη χαρά της σωτηρίας, παρ’ όλο που είχε ακούσει το Ευαγγέλιο. Ο Θεός τον διαφώτισε στο ζήτημα αυτό με ένα όνειρο.

Είδε ότι είχε πέσει σ’ ένα βαθύ πηγάδι, όπου υπήρχαν αποσυντεθειμένα πτώματα. Καταπληγωμένος και μισοπεθαμένος, ανέπνεε την αποπνικτική ατμόσφαιρα και συλλογιζόταν ότι ήταν χαμένος καταδικασμένος σε βέβαιο θάνατο..

Ξαφνικά  βλέπει κάποιον που έσκυβε μέσα στο πηγάδι και άρχισε να του δίνει συμβουλές και να τον μαλώνει: «Γιατί πήρες αυτόν τον κακό δρόμο; Αν ακολουθούσες τις οδηγίες μου δεν θα ήσουν τώρα εδώ μέσα. Σου εύχομαι να βγεις από εκεί που είσαι και να εφαρμόζεις άλλοτε όλα εκείνα που σε δίδαξα.» Αυτός που του μιλούσε ήταν ο Κομφούκιος, ο μεγαλύτερος σοφός της Κίνας, ο οποίος και απομακρύνθηκε αφήνοντας τον δυστυχισμένο σε απελπιστικότερη κατάσταση από πριν, και πολύ θυμωμένο μάλιστα εναντίον του.                                                                                   

Ύστερα από λίγο , άλλη σιλουέτα φάνηκε πάνω στο πηγάδι και ο Κινέζος άρχισε ν’ ακούει λόγια γεμάτα συμπάθεια και καλοσύνη : «Βοήθησε τον εαυτό σου, του έλεγε, και ο ουρανός θα σε βοηθήσει. Αν κάνεις λίγη προσπάθεια και σηκωθείς λίγο, θα προσπαθήσω να σε φτάσω και θα σε βοηθήσω από την άβυσσο που έπεσες. Σου υπόσχομαι επίσης και την βοήθεια της θρησκείας.

Όλα αυτά είναι πολύ καλά και ευγενικά του απάντησε ο Κινέζος άλλα δεν έχω καθόλου δύναμη και είμαι ανίκανός να κάνω οτιδήποτε για να βγω από εδώ που έπεσα. Είμαι χαμένος χωρίς καμία ελπίδα.

Αυτός ο δεύτερος ήταν ο Βούδας, ο οποίος έφυγε καταστεναχωρημένος γιατί δεν είχε την δύναμη να τον σώσει.                                                                   

Ο Κινέζος δεν περίμενε πλέον τίποτα άλλο παρά τον θάνατο, γιατί ούτε η Ηθική, ούτε και η Θρησκεία δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν σε τίποτα.

Αμέσως όμως ακούει έναν κρότο και βλέπει κάποιον να κατεβαίνει έως τον πάτο του πηγαδιού. Αυτός δεν του έκανε ούτε ηθική, ούτε του μίλησε για θρησκεία, άλλα τον άρπαξε και τον τράβηξε έξω από το πηγάδι. Με προσοχή του έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, του έπλυνε και του έδεσε τις πληγές και τον έντυσε με ένα θαυμάσιο χιτώνα. 

Ο άγνωστος αυτός με φωνή γλυκιά και δυνατή του είπε: «Κατέβηκα στην άβυσσο που ήσουν για να σε σώσω από τον θάνατο και τώρα δεν θα σ’ εγκαταλείψω, θα είμαι μαζί σου πάντοτε για να σε φυλάω. Το έργο μου είναι να σώζω τους ανθρώπους και να τους φυλάω από το κακό, μέχρι να τελειώσουν την επίγεια ζωή τους για να τους εισαγάγω έπειτα στον οίκο του Πατέρα μου. Ήρθα για να σε καθαρίσω από κάθε μόλυσμα, από κάθε  είδωλο και να σου δώσω νέα καρδιά.»                           

Ο τρίτος αυτός είναι ανάγκη να τον ονομάσουμε; Είναι ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, το μόνο Όνομα μέσω του οποίου οι άνθρωποι μπορούν να σωθούν. (Πράξεις των Αποστόλων 4/12)                                 

Κ.Μ