ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ Ή ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ;

Γιατί οι επιστήμονες δεν βλέπουν τον Θεό, παρότι έρχονται σε επαφή με τα πολύπλοκα σχεδιασμένα δημιουργήματα του; (Δες DNA για παράδειγμα)

Ξεκινούν με μια ήδη ισχυρή προκατάληψη (αφού η ψυχική διάθεση υπέρ της ύπαρξης του είναι από πριν αρνητική) και με παντελής έλλειψη αντικειμενικής έρευνας. Έτσι όλη η έρευνα ξεκινάει από μια ήδη τοποθετημένη θέση. Κι αυτή είναι: «Δεν θέλω να υπάρχει Θεός». Αυτό δεν έχει να κάνει με το νου και τι μπορεί να κατανοήσει, δεν είναι θέμα διανοητικής ικανότητας, αλλά θέση καρδιάς και έχει να κάνει με τα βαθύτερα θέλω της ή μη θέλω της. Όταν λοιπόν δεν θέλω κάποιος να υπάρχει θα κάνω ότι δεν τον βλέπω, ακόμα κι αν τον βλέπω.

Η δημιουργία υπάρχει για να αναγνωριστεί ο Δημιουργός πίσω από αυτή και αφού αναγνωριστεί να αναζητηθεί. Όταν όμως υπάρχει αυτή η θέση καρδιάς σε κάποιον, που από πριν δεν θέλει να έχει Δημιουργό πάνω απ’ το κεφάλι του, ακόμη κι αν έρχεται σε επαφή με τα μυστικά της δημιουργίας με τον δυνατό διανοητικό εξοπλισμό (που πάλι ο Δημιουργός τον εξόπλισε), δεν Τον αναγνωρίζει, αλλά χρησιμοποιεί την γνώση, για να πει στους άλλους «κοιτάτε τι τρομερός που είμαι εγώ, πόσα πολλά ξέρω και πόσα μπορώ να σας πω». Χρησιμοποιεί το κάθε τι για το «εγώ» του, βγάζοντας απ’ έξω τον Θεό και όχι μόνο αυτό αλλά για να πει «δεν υπάρχει Θεός». Επιστήμονας δεν σημαίνει όμως παντογνώστης.

Μήπως οι επιστήμονες εξαιρούνται από το ενδεχόμενο του λάθους, μόνο και μόνο επειδή είναι επιστήμονες; Σαν αυτός ο τίτλος να τους τοποθετεί στο βάθρο του αλάνθαστου.. Η ανθρώπινη καρδιά με τα θέλω της και τα ποικίλα εσώτερα ελατήρια της δεν παρεμβαίνει; Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι αληθινά μια έρευνα; Ποιος μπορεί να πει ότι κατέχει όλη την αλήθεια; Υπάρχουν επιστήμονες και αγράμματοι που δεν πιστεύουν. Και επιστήμονες και αγράμματοι που πιστεύουν. Η πίστη είναι επιλογή, όπως και η απιστία. Και δεν είναι θέμα εξυπνάδας, είναι θέμα καρδιάς ως προς τον Δημιουργό.