Τις προάλλες είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με κάποιον πρεσβύτερο αδερφό, σχετικά με πιστούς που σε κάποια φάση της ζωής τους παίρνουν την απόφαση να εγκαταλείψουν την εκκλησία και τον τρόπο που πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε. Οι οπτικές μας επί του θέματος όχι μόνο δεν έβρισκαν σημεία συμφωνίας, αλλά ήταν διαμετρικά αντίθετες.
Η πρώτη διαφωνία ήταν πάνω στο ερώτημα: «Αν κάποιος φύγει από κάποια εκκλησία, σημαίνει ότι αφήνει και τον Χριστό;». Η δική μου θέση ήταν, ότι αν και τα δύο αυτά έχουν κάποια σύνδεση, δεν σημαίνει όμως απαραίτητα, ότι κάποιος που αφήνει μια εκκλησία, εγκαταλείπει και τον Χριστό. Μπορεί να ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις, όχι όμως σε όλες και κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ο πρεσβύτερος υποστήριζε με επιμονή ότι είναι το ίδιο και το αυτό χωρίς καμία εξαίρεση. Η μεγαλύτερη όμως αντίθεση ήταν στον τρόπο αντιμετώπισης μιας τέτοιας ψυχής. Η δική μου θέση ήταν μια στάση ελέους, αγάπης, χωρίς καμία διάθεση κρίσης ή κριτικής και ότι στόχος του ανθρώπου του Θεού είναι να ψάξει τρόπους να την ελκύσει πίσω στον Χριστό, όπως πιστεύω θα έκανε και ο ίδιος ο Κύριος. Επίσης δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις συνθήκες που έκαναν κάποιον να πάρει μια τέτοια απόφαση, τα βιώματα, το παρελθόν, τις τραυματικές εμπειρίες, τον ψυχικό του κόσμο, τις πιέσεις που μπορεί να πέρασε ή τα βαθύτερα κίνητρα. Αυτού του είδους η γνώση και η πληροφόρηση ανήκει μόνο στον Θεό. Απ’ την πλευρά του πρεσβύτερου υπήρχε ένα πνεύμα έντονης αυστηρότητας, κρίσης, αποδοκιμασίας, αλλά αυτό που μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ένα πνεύμα απαίτησης.
Απ’ το στόμα του άκουγα συνέχεια μια λέξη, την οποία επαναλάμβανε ασταμάτητα κι αυτή η λέξη ήταν το «πρέπει» ή «θα έπρεπε». Θεωρούσε την «αποστατούσα» ψυχή ένοχη για πράγματα που θα έπρεπε να κάνει ή που δεν θα ‘πρεπε να κάνει. Για πράγματα που δεν εκτίμησε και θα ‘πρεπε να εκτιμήσει, μέχρι για το πώς θα έπρεπε να είχε σκεφτεί. Καθώς μιλούσε, αυθόρμητα την στιγμή εκείνη άρχισαν να έρχονται στην μνήμη μου κι άλλοι άνθρωποι που έφεραν το όνομα του Θεού, τους οποίους είχα ακούσει επίσης να εκφράζονται για άλλους με αυτό τον τρόπο ή να φέρονται σε άλλους με αυτό τον τρόπο. Είχαν όλοι ένα κοινό: Στην πλειοψηφία τους άνηκαν στην προηγούμενη γενιά. Οι λίγες εξαιρέσεις της νέας γενιάς που σκέφτονταν με παρόμοιο τρόπο, ήταν νέοι που είχαν κληρονομήσει αυτό το πνεύμα, εξαιτίας του ότι είχαν μαθητεύσει δίπλα τους και έτρεφαν υπέρμετρο θαυμασμό.
Τότε ήρθε στην σκέψη μου ένα άλλο δεδομένο. Ο τρόπος που σαν παιδί είχα διδαχθεί το ευαγγέλιο από τους άμβωνες. Ήταν ένας τρόπος που στην πραγματικότητα με είχε απωθήσει απ’ τον Χριστό παρά με είχε ελκύσει. Κι αυτό γιατί είχε μέσα σαν στοιχείο αυτό το χαρακτηριστικό. Το πνεύμα της απαίτησης! Το πνεύμα αυτό παρουσίαζε τον Θεό, ως ένα Πρόσωπο αυστηρό, που ναι μεν έδωσε τον Υιό του για τις αμαρτίες, όμως τώρα είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις, αλλιώς θα έδειχνες ότι δεν είχες εκτιμήσει όπως έπρεπε αυτή την μεγάλη θυσία. Έναν Θεό που αν τον ακoλουθούσες θα λάμβανες την επιδοκιμασία Του και τις ευλογίες Του, εάν δεν το έκανες θα ήσουν αχάριστος, κατακριτέος και άξιος των επιλογών σου.. Είναι αλήθεια ότι καλούμαστε να αξιολογήσουμε την θυσία του Κυρίου με την αξία που πραγματικά αξίζει, αλλά ο τρόπος που το έθεταν οι εκάστοτε ιεροκήρυκες, περιείχε ένα ψυχολογικό εξαναγκασμό, μια βαλτή ενοχή πριν καν έρθεις σε προσωπική συναίσθηση αμαρτωλότητας και συνειδητοποιήσεις ιδίοις ομάσι τι εστί σταυρός και η αγάπη του Θεού.
Αυτόν τον Θεό δεν τον ήθελα και αυτό το «ευαγγέλιο» το είχα απορρίψει. Έπρεπε λοιπόν ο Κύριος να κάνει ένα πολύ ιδιαίτερο έργο, για να γκρεμίσει αυτές τις εντυπώσεις και να με ελκύσει στον Εαυτό μου. Διαδικασία που έλαβε χώρα έξω από τους χώρους των εκκλησιαστικών κατεστημένων, όταν ήμουν στρατιώτης και βρισκόμουν σε έναν χώρο που δεν είχε σχέση με τα πράγματα του Θεού, ο Ίδιος όμως ήταν εκεί για να μου αποκαλύψει τον Εαυτό Του, χωρίς την ενόχληση και την ομίχλη που παράγεται από λόγια θρησκευόμενων. (Βλέπε φίλους Ιώβ).
Σκέφτηκα όμως (μάλιστα ήταν η στιγμή που το συνειδητοποίησα), ότι αυτή η γενιά δεν το είχε απορρίψει. Μάλιστα μεγάλωσε με αυτό το πνεύμα διδασκαλίας, γαλουχήθηκε, ποτίστηκε για δεκαετίες! Αυτό το «ευαγγέλιο» γέννησε μια γενιά απαιτήσεων. Μια γενιά που αντιλαμβάνεται το ευαγγέλιο ως θεϊκή απαίτηση. Μια γενιά υπόδουλη σε απαιτήσεις και που επιβάλει (θεϊκές) απαιτήσεις νομίζοντας ότι όλο αυτό είναι κάτι άγιο! Μια γενιά που χρησιμοποιεί τον μοχλό των ενοχών για να εξαναγκάσει τους άλλους να κάνουν αυτό που η ίδια θεωρεί ως αυτονόητη ανταπόκριση και δεδομένο καθήκον. Όπου αν κάποιος δεν το κάνει είναι απορριπτέος και κάτω από κρίση και αποδοκιμασία. Μια γενιά που εν τέλι είναι γενιά ενός πνεύματος δουλείας και που γεννάει πνευματικούς δούλους.
Αν και σε πολλούς δεν θα αρέσει αυτή η διακήρυξη, όμως πρέπει να την κάνω και είναι αλήθεια. Αυτή η γενιά δεν θα μπει στην υποσχεμένη γη, ούτε θα γευτεί κανέναν απ’ τους καρπούς της. Είναι σαν τον Μωυσή. Όπου ακόμη κι αν ο νόμος που έλαβε δεν ήταν κάτι ανθρώπινο, συμβολικά δεν μπήκε στην γη, διότι ο νόμος προϋποθέτει τελειότητα και στηρίζεται στο τι μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος απ’ την πλευρά του για τον Θεό και όχι στο τι μπορεί ο Θεός να κάνει σε έναν άνθρωπο που βάζει όλη την εμπιστοσύνη του επάνω Του. Η γενιά της σάρκας θανατώθηκε, η γενιά της πίστης μπήκε μαζί με τον Χάλεβ και τον Ιησού του Ναυή, που ήταν οι μόνοι απ’ την παλιά γενιά οι οποίοι -όπως αναφέρει η Γραφή- είχαν ένα άλλο πνεύμα!
Και στην δική μας πνευματική πραγματικότητα ισχύουν τα ίδια σήμερα. Και όταν λέω υποσχεμένη γη δεν εννοώ την σωτηρία, αλλά τις υποσχέσεις που εμπεριέχονται μέσα στην «γη της σωτηρίας», όσα ο Θεός μας έχει καλέσει να περπατήσουμε μοιραζόμενος ένα μέρος απ’ την δόξα Του. Κι αυτό διότι αυτή η γενιά στηρίζεται στον εαυτό της για να ευαρεστήσει τον Θεό, με βάση μια ανταπόκριση που επιδεικνύει, απ’ την οποία εκπορεύεται και οι όποιες διακονίες, τις οποίες καταλήγει να θεωρεί ως διαπιστευτήρια πιστότητας, μέσα απ’ τα οποία θα λάβει μια μέρα το «εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ», όπως πιστεύει. Για να λάβει όμως κάποιος τις υποσχέσεις του Θεού δεν πρέπει να έχει καμία πεποίθηση στον εαυτό του και να έχει την συνείδηση ότι όλα είναι χάρη στην ζωή του. Πάνω σε αυτό το θεμέλιο μπορεί να έχει μια σχέση με τον Θεό, μια σχέση εθελούσιας υπακοής, που τον ακολουθεί επειδή το θέλει και όχι επειδή πρέπει. Που τον ακολουθεί επειδή είναι ο αγαπημένος της ψυχής του και όχι επειδή αυτό είναι το σωστό που όλοι πρέπει να κάνουμε. Που Τον αγαπάει με την καρδιά του επειδή Τον έχει γνωρίσει και επειδή πιστεύει ότι του αξίζει. Αυτού του είδους ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι τέλειος, να κάνει λάθη, να έχει ελλείψεις, να πέφτει και να σηκώνεται συνέχεια, διατηρεί όμως πάντα την αίσθηση της αναξιότητας μπροστά Του. Έχει την πλήρη συναίσθηση ότι η αξία του βρίσκεται στο ποιος είναι ο Κύριος και έχει όλη την ελπίδα του σε Αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος βλέπει και τον πλησίον του με έλεος, γιατί γνωρίζει ότι δεν διαφέρει σε κάτι και ότι έχει είναι χάρη στην ζωή του.
Αυτού του είδους τον άνθρωπο ο Θεός θα οδηγήσει να λάβει πράγματα και να μπει σε γη υποσχέσεων, καθώς μέσω της σχέσης που έχει αποκτήσει αυξάνεται σε εμπιστοσύνη και υπακοή, δια της δύναμης που ενεργείτε μέσα του.