ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΠΟΥ ΔΙΨΟΥΣΕ

Στο μεγάλο δάσος είχε πέσει ξηρασία και τα ζώα δεν μπορούσαν πουθενά να βρουν νερό. Τα ποτάμια είχαν στερέψει, τα ρυάκια είχαν στεγνώσει και βροχή δεν φαινόταν να πέφτει για πολύ καιρό. Ένα κακόμοιρο ελάφι έψαχνε κι αυτό να βρει νερό αλλά δεν μπορούσε να βρει πουθενά. Τότε χαμήλωσε το κεφάλι του και άρχισε να προσεύχεται στον Δημιουργό λέγοντας «Θεέ μου αν εσύ μας έφτιαξες δεν μπορεί να μας αφήσεις να πεθάνουμε, δεν μπορεί να θέλεις τον θάνατο μας, δείξε μου σε παρακαλώ που μπορώ να βρω νερό».

Την στιγμή εκείνη άκουσε ένα αηδόνι να κελαηδάει. Του φάνηκε πολύ παράξενο, πως μπορούσε παρόλο την δίψα να κελαηδάει τόσο χαρωπά; Έτρεξε προς το μέρος που ακουγόταν η φωνή και τι να δει; Μπροστά στο δέντρο που κελαηδούσε το πουλί έτρεχε ένα γάργαρο ρυάκι. Άρχισε να πίνει, να πίνει, να πίνει. Αφού ξεδίψασε την δίψα του, θυμήθηκε ότι είχε προσευχηθεί για νερό και ύστερα άκουσε το πουλί να κελαηδάει και καθώς ακολούθησε την φωνή βρήκε το ρυάκι. Τότε κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο τρόπος που ο Θεός απάντησε στην προσευχή του. Άρχισε τότε κι εκείνο να ψάλει ένα ύμνο στον Θεό για να Τον ευχαριστήσει. «Είσαι καλός, μας αγαπάς και απαντάς όταν σου μιλούμε»

Την στιγμή που έψαλε ένα αγριογούρουνο πλησίασε το ρυάκι και άρχισε κι αυτό να πίνει νερό. Το ελάφι το ρώτησε πως βρήκε το ρυάκι.

«Την στιγμή που ήμουν έτοιμος να πεθάνω από την δίψα προσευχήθηκα στον Θεό να μου βρει Εκείνος λίγο νερό. Τότε σε άκουσα να ψάλεις και καθώς ακολούθησα την φωνή σου βρέθηκα σε αυτό το ρυάκι».

«Μα αυτό είναι θαυμαστό» είπε το αηδόνι. «Ο Θεός μας χρησιμοποιεί για να φροντίσει άλλους την στιγμή που εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Θα σας μάθω τώρα αμέσως έναν υπέροχο ύμνο για να ευχαριστήσουμε και οι τρεις μας τον Πατέρα μας στον ουρανό».

Άρχισαν λοιπόν και οι τρεις να ψάλουν τον ύμνο που τους είχε μάθει το αηδόνι. «Σε αγαπώ, είσαι καλός, είσαι θαυμαστός». Την στιγμή εκείνη ένα σωρό ζώα εμφανίστηκαν μέσα από το δάσος και άρχισαν όλα να πίνουν νερό και ύστερα να ευχαριστούν τον Θεό.

Τότε το ελάφι σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό να κάθεται στο ρυάκι ενώ ένα σωρό άλλα ζώα πέθαιναν από την δίψα. Έπρεπε να πάει να τα ειδοποιήσει για να ξέρουν που υπάρχει νερό. Καθώς απομακρυνόταν από το ρυάκι λίγα μέτρα πιο πέτρα είδε ένα σκυλί το οποίο είχε πεθάνει από την δίψα. Του έκανε τεράστια εντύπωση. Πως θα μπορούσε να είναι τόσο κοντά στο νερό αλλά να μην το βρει; Δεν είχε ακούσει κι αυτό τους υπέροχους ύμνους των άλλων ζώων; Παρόλο που δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο συνέχισε την πορεία του.

Πήγε κατευθείαν στο λιβάδι όπου υπήρχαν όλα τα υπόλοιπα ζώα. Όταν έφτασε τα είδε να κλαίνε την μοίρα τους. Άλλα ήταν σκεφτικά και αμίλητα ενώ άλλα βλασφημούσαν τον Θεό. «Σας έχω πολύ καλά νέα» είπε αμέσως το ελάφι. «Βρήκα άφθονο νερό». Τα ζώα άρχισαν αμέσως να το περιγελούν.

«Χα, χα, χα. Αυτό μας έλειπε. Δεν μας φτάνει ο πόνος μας έχουμε και το ελάφι να μας λέει ανέκδοτα», είπε το λιοντάρι.

«Μα δεν είναι ανέκδοτο, σας λέω την αλήθεια καλά μου ζώα, βρήκα νερό άφθονο νερό που μπορεί να ξεδιψάσει όλα τα ζώα της ζούγκλας».

«Αυτό είναι αδύνατο να έχει συμβεί» είπε μια κουκουβάγια. «Έχει να βρέξει τρία χρόνια στο δάσος. Όλου ξέρουμε ότι το νερό έρχεται με την βροχή η οποία γεμίζει τα ρυάκια και δημιουργεί τους ποταμούς. Πως βρέθηκε λοιπόν όλο αυτό το νερό που μας λες; Δεν είναι λογικό».

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι σε εκείνο το μέρος του δάσους έχει νερό. Σας παρακαλώ πρέπει να με πιστέψετε».

«Να σε πιστέψουμε; Μα ποιος είσαι;» Τον ρώτησε μια κότα. «Έχεις σπουδάσει κάτι; Έχεις πάει σε κάποια σχολή; Έχεις κάποιο πτυχίο γεωλογίας, ζωολογίας;»

«Μα δεν χρειάζομαι κάποιο πτυχίο για να σας πω ότι βρήκα νερό».

«Όλα είναι στην φαντασία σου. Είσαι πολύ φαντασμένος νεαρέ μου», είπε ένας φασιανός.

«Μα δεν είναι στην φαντασία μου. Δείτε από την ζωντάνια που έχω αποκτήσει. Αν με βλέπατε λίγες ώρες πριν θα παρατηρούσατε ένα ελάφι λίγο πριν τον θάνατο. Τώρα όμως που ήπια απ’ το νερό και ξεδίψασα είμαι ανανεωμένος και ζωντανός κοιτάτε πως χοροπηδώ. Ενώ εσείς δεν μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας».

«Δεν είσαι μόνο φαντασμένος είσαι και υπερήφανος» του είπε ένας ελέφαντας. «Μας πρόσβαλες με την αγένεια σου. Μα οι δικοί σου δεν σε έμαθαν τρόπους;»

«Και ποιος είσαι που θα μας πεις τι να κάνουμε;» Συνέχισε ένας χιμπατζής. «Από πού κατάγεσαι; Πως λένε τον πατέρα σου;»

«Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το μόνο που σας ζητάω είναι να με ακολουθήσετε μέχρι το ποτάμι για να πιείτε νερό και να μην πεθάνουμε».

«Να σε ακολουθήσουμε; Αυτό μας έλειπε τώρα να μας κάνεις και τον αρχηγό», είπε ένα κριάρι. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι ο σωτήρας;»

Το ελάφι κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε με τίποτα να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Τους ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση και απομακρύνθηκε από κοντά τους. Άλλωστε με όλα αυτά τα λόγια είχε διψάσει ξανά κι έτσι κίνησε για το ποτάμι. Αφού ήπιε το αηδόνι που το είδε μελαγχολικό τον ρώτησε τι έχει.

«Να, πήγα να ειδοποιήσω τα ζώα ότι βρήκα νερό, περίμενα ότι θα με ακούσουν αλλά εκείνα με αποπήραν».

«Ξέρεις τι είναι αυτό που τα κάνει τόσο πεισματώδη;» απάντησε το αηδόνι. «Η ξεροκεφαλιά και η υπερηφάνεια. Νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και δεν εμπιστεύονται κανένα παρά τους εαυτούς τους».

«Τώρα κατάλαβα γιατί είδα νεκρό κι εκείνο το σκύλο. Παρόλο που ήταν κοντά στο νερό δεν εμπιστεύτηκε ότι ο Θεός μπορεί να τον φροντίσει. Γι’ αυτό δεν του έκανε καμία εντύπωση οι ύμνοι που άκουγε. Κι έτσι πέθανε λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το νερό».

«Αυτό κάνει η υπερηφάνεια. Δημιουργεί την απιστία που είναι πνευματική κώφωση και τύφλωση. Ας είμαστε πάντα ταπεινοί ώστε ποτέ να εξαπατηθούμε σαν αυτά τα ζώα και πάντα να μπορούμε να καταλαβαίνουμε την φωνή του Δημιουργού όταν μας μιλάει».