ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγέρωχο ελάφι που ζούσε μέσα στο δάσος. Η αγαπημένη του ασχολία ήταν να τρέχει ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα και στα παρθένα λιβάδια. Όταν κουραζόταν κατέβαινε σε ένα γάργαρο ποτάμι, για να πιει από το δροσερό νερό κι ύστερα βοσκούσε απ’ το πεντακάθαρο χορτάρι, που ήταν  άφθονο μέσα στο δάσος. Αφού έπεφτε το δειλινό ξάπλωνε να κοιμηθεί κάτω από μια περήφανη βελανιδιά, καθώς οι ήχοι των πουλιών και των άλλων νυχτόβιων ζώων, νανούριζαν το κουρασμένο ελάφι και του πρόσφεραν ένα γλυκό ύπνο.

Μια μέρα καθώς έτρεχε στο δάσος, ένα πουλάκι το οποίο παρατηρούσε με θαυμασμό το ελάφι, το ρώτησε:

-Ελάφι γιατί τρέχεις;

-Για να δουν οι άλλοι τη δόξα του Θεού, απάντησε και συνέχιζε να σκίζει τον άνεμο με τα τεράστια κέρατα και το καφέ του τρίχωμα.

Όλα τα ζώα του δάσους, αυτό είχαν για σκοπό, αφού γνώριζαν ότι γι’ αυτό το λόγο είχαν δημιουργηθεί. Η μόνη διαφορά ήταν στον τρόπο που το έκαναν. Το πουλάκι έψαλε ύμνους με την γλυκόλαλη φωνή του, το σκιουράκι ανεβοκατέβαινε στα δέντρα κουνώντας περίτεχνα την παχιά ουρά του, ο δρυοκολάπτης τρυπούσε με την μύτη του τους κορμούς τον δέντρων, τα τζιτζίκια είχαν κάνει συμφωνική ορχήστρα, ενώ οι ερωδιοί χόρευαν με στυλ πάνω στα κρυστάλλινα και γαλήνια νερά της λίμνης. Κάθε ζώο ζώντας με αυτό που του είχε δοθεί δόξαζε τον Δημιουργό.

Μια μέρα ένας θηριοδαμαστής τσίρκου επισκέφτηκε το δάσος. Έψαχνε ζώα για να τα εντάξει στα νούμερα του τσίρκου του. Όταν είδε το ελάφι εντυπωσιάστηκε απ’ την κορμοστασιά του, το βάδισμα του και το αγέρωχο βλέμμα του και σκέφτηκε ότι θα ταίριαζε στα νούμερα που είχε στο πρόγραμμα του τσίρκου του.

-Γεια σου ελάφι, πως τα περνάς; Το ρώτησε δείχνοντας ενδιαφέρον.

-Μια χαρά. Ζω για τη δόξα του Θεού.

-Κι εγώ για τη δόξα του Θεού ζω. Έχεις σκεφτεί όμως εδώ στο δάσος πόσοι μπορούν να δουν αυτή τη δόξα, για την  οποία έχεις πλαστεί;

-Χμμ.. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ.

Σου προτείνω να έρθεις να δουλέψεις στο τσίρκο μου. Εκεί μαζί με άλλα ζώα, θα δείχνεις την δόξα του Θεού, την οποία θα βλέπουν εκατοντάδες θεατές. Επίσης δεν θα αγωνιάς να βρίσκεις την τροφή σου, αλλά εγώ θα σου παρέχω τα πάντα. Πως σου φαίνεται η πρόταση μου;

Η αλήθεια ήταν ότι το ελάφι ήταν ευτυχισμένο στο δάσος, αν και υπήρχαν φορές το χειμώνα, που δυσκολευόταν να βρει τροφή, όταν παχύ χιόνι σκέπαζε το δάσος.

-Μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα και να πετύχουμε μεγαλύτερα πράγματα. Εμένα ο Θεός μου έχει δώσει αυτή την αποστολή, να βοηθάω τα ζώα, να φανερώνουν καλύτερα τη δόξα του Θεού.

-Το ελάφι σκέφτηκε για μια στιγμή, αυτά που του είπε ο θηριοδαμαστής. Ποτέ δεν είχε σκεφθεί ότι θα μπορούσαν περισσότεροι να θαυμάζουν τη δόξα που του έδωσε να διακονεί ο Θεός και θα το γλύτωνε σε μεγάλο βαθμό, απ’ το άγχος του να ψάχνει συνεχώς να βρει τροφή.

Ο θηριοδαμαστής περίμενε υπομονετικά, την απάντηση του ελαφιού. Ήξερε ότι έπρεπε να κερδίζει τα ζώα με πειθώ, γιατί αν χρησιμοποιούσε βία κάποια στιγμή θα επαναστατούσαν και θα έφευγαν.                                       

Το ελάφι μετά από κάποια ώρα σκέψης συμφώνησε να συμμετέχει στο πρόγραμμα του τσίρκου. Τότε ο θηριοδαμαστής πέρασε ένα κολάρο στο λαιμό του και το έβαλε μέσα σε ένα κλουβί, το οποίο έσυρε λίγο αργότερα μέσα σε ένα φορτηγό, για να το μεταφέρει στο τσίρκο. Το ελάφι σκέφτηκε ότι όλο αυτό θα είναι προσωρινό, αλλά συνεχίστηκε και όταν έφτασαν στο τσίρκο. Παρηγορήθηκε όμως απ’ το ότι θα συμμετείχε στην παράσταση και περίμενε ανυπόμονα την ώρα που όλοι θα έβλεπαν την δόξα του Θεού.

Όταν όμως ήρθε η ώρα της παράστασης, κανείς δεν φώναξε το ελάφι, αλλά άκουγε τις φωνές και τις ζητωκραυγές από το κλουβί του. Ζητούσε εξηγήσεις από κάθε εργάτη που περνούσε από μπροστά, αλλά κανείς δεν γνώριζε τον λόγο που το είχαν αφήσει εκεί. Την άλλη μέρα ο θηριοδαμαστής πέρασε απ’ το κλουβί του και του είπε ότι ο λόγος που δεν συμμετείχε στην παράσταση, ήταν ότι δεν ήταν έτοιμο ακόμα. Θα έπρεπε πρώτα, να περάσει από εκπαίδευση για το πως να παρουσιάζει ακριβώς τη δόξα του Θεού, μπροστά στα μάτια τόσο πολλών ανθρώπων.

-Δεν έχω ανάγκη από καμία εκπαίδευση, διαμαρτυρήθηκε το ελάφι. Είμαι έτοιμο για τις παραστάσεις.

Ο θηριοδαμαστής είπε ότι δεν γνώριζε τι σήμαινε να συμμετέχει στις παραστάσεις και ότι έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Θα του μάθαιναν ειδικοί εκπαιδευτές πως να περνάει μέσα από στεφάνια φωτιάς και πως να εκτελεί τα νούμερα που είχαν ετοιμασμένα γι’ αυτό.

Το ελάφι διαμαρτυρήθηκε πάλι έντονα, πως δεν χρειαζόταν όλα αυτά. Ούτε χρειαζόταν βοήθεια πως να παρουσιάζει τη δόξα του Θεού, του αρκούσε να είναι ο εαυτός του, άλλωστε είχε τον δικό του τρόπο να φανερώνει την δόξα του Θεού και μέχρι τώρα το έκανε μια χαρά.

Τότε ο θηριοδαμαστής άρχισε να του εξηγεί ότι δεν θα πρέπει να βιάζεται και να έχει υπομονή. Ότι εκείνος ξέρει καλύτερα και δεν θα πρέπει να τον αμφισβητεί. Ότι στο τσίρκο υπάρχει μια ιεραρχία και θα πρέπει να μάθει να σέβεται τους ανωτέρους του. Από δω και πέρα ότι απορία είχε, θα έπρεπε να την λέει σε ένα αρκουδάκι που ήταν στο διπλανό κλουβί και ότι εκείνο θα του μάθαινε τους κανόνες του τσίρκου. Το αρκουδάκι θα ήταν ο ανώτερος του, καθώς ήταν στο τσίρκο πολύ περισσότερο καιρό από εκείνο και ήταν πλήρως υπάκουο στον θηριοδαμαστή και τους άλλους εκπαιδευτές. Ύστερα ο θηριοδαμαστής έφυγε και γι’ αρκετό καιρό δεν τον ξαναείδε το ελάφι. Το αρκουδάκι άρχισε να του εξηγεί τους κανόνες του τσίρκου τρώγοντας ένα βάζο μέλι.

-Πως αντέχεις με τόσο πολλούς κανόνες;

-Χρειάζονται αναγκαστικά, για την καλύτερη λειτουργία όλων μας. Ο θηριοδαμαστής φροντίζει για την τροφή μας και γι’ αυτό θα πρέπει να τον σεβόμαστε και να τον υπακούμε. Αυτό είναι το καλό μας.

-Μα χρειαζόμαστε θηριοδαμαστή για να φανερώνουμε τη δόξα του Θεού;

– Όχι, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο το κάνουμε καλύτερα. Άλλωστε αν δεν σου αρέσει μπορείς να φύγεις. Κανείς δεν σε κρατάει με το ζόρι.

Το ελάφι σκέφτηκε να φύγει, αλλά δεν γνώριζε το δρόμο για να γυρίσει στο δάσος. Σκέφτηκε ότι αν χανόταν στην διαδρομή μπορεί να πέθαινε, εάν δεν έβρισκε έγκαιρα τροφή. Τουλάχιστον στο τσίρκο είχε φαγητό. Αυτή η σκέψη ήταν πολύ ισχυρή, η οποία τον έκανε να μείνει. Ο φόβος της επιβίωσης ήταν πιο δυνατός, απ’ την επιθυμία για ελευθερία.

Ο καιρός περνούσε και το ελάφι άρχισε να συμμετέχει κι αυτό στις παραστάσεις. Τον περισσότερο χρόνο όμως τον περνούσε στο κλουβί και η δόξα του Θεού ήταν λιγοστές ώρες. Μπορεί να είχε τα απαραίτητα, αλλά δεν είχε την ελευθερία του. Το χειρότερο όλων όμως, ήταν ότι το έβαζαν να κάνει εργασίες, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που είχε καλεστεί να κάνει και είχε συμφωνηθεί. Το έβαζαν να κουβαλάει βαριά φορτία, να μεταφέρει ξύλα κ.α. Κάθε φορά που εκμυστηρευόταν το παράπονο του στο αρκουδάκι, εκείνο του έλεγε, ότι όλοι εδώ είμαστε μια ομάδα και πρέπει όλοι να βοηθάμε στις δουλειές που αφορούν την καλύτερη λειτουργία του τσίρκου. Το ελάφι είπε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμφωνηθεί στην αρχή και ότι άλλο ήταν το χάρισμα του.

Το αρκουδάκι του είπε για όλα υπάρχει η κατάλληλη ώρα. Θα ερχόταν δηλαδή η στιγμή, που θα περνούσε περισσότερο χρόνο στο να ζήσει στο κάλεσμα του. Όμως αυτό θα τον εκπαίδευε να αποκτήσει καλό χαρακτήρα, να είναι υπομονετικό και ταπεινό.

Το ελάφι τότε άρχισε να σκέφτεται αν όλο αυτό είναι φυσιολογικό και ξεκίνησε με προσοχή να παρατηρεί τα υπόλοιπα ζώα. Κανένα δεν φαινόταν να είναι δυσαρεστημένο. Όλα εκτελούσαν τις δουλειές που τους ανέθεταν και δεν έφερναν ποτέ καμία αντίρρηση. Μαζί με τα άλλα ζώα, ήταν και ένα πελώριο λιοντάρι, το οποίο κάθε τόσο έβγαζε μια κραυγή.

Είχε ακούσει γι’ αυτό πολλές ιστορίες, για την εποχή που ζούσε στην ζούγκλα. Τα εκπληκτικά κατορθώματα που είχε κάνει και πόσο σεβαστό ήταν. Τώρα όμως σαν κάτι να μην ήταν ακριβώς έτσι. Από μακριά έδειχνε μεγαλόπρεπο, αλλά αν πήγαινες κοντύτερα και το παρατηρούσες πιο προσεκτικά, καταλάβαινες ότι δεν ήταν τόσο μεγαλόπρεπο όσο έδειχνε. Του είχαν βγάλει τα νύχια και τα δόντια και η κραυγή του ήταν ξεψυχισμένη.

Το ελάφι αναρωτήθηκε αν ήταν πραγματικά ευτυχισμένο. Το πλησίασε για να το ρωτήσει.

-Καλημέρα λιοντάρι, πως τα περνάς εδώ στο τσίρκο;

-Δεν θα μπορούσα να είμαι καλύτερα. Έχω ότι χρειάζομαι κι ακόμα παραπάνω. Επειδή είμαι πιστός στο θηριοδαμαστή, κάθε τόσο μου δίνει έξτρα μεζέδες.

-Δεν σε πειράζει καθόλου που στερείσαι την ελευθερία σου; Έχω ακούσει φοβερές ιστορίες για σένα, για το πώς φανέρωνες την δόξα του Θεού, όταν ήσουν ελεύθερος.

-Έχεις δίκιο, αλλά τότε δεν ήμουν τόσο αποτελεσματικός, όσο τώρα. Είναι διαφορετικά που είμαστε όλοι μαζί και με την οργάνωση του θηριοδαμαστή πετυχαίνουμε πολύ περισσότερα.

Το ελάφι είδε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο την συζήτηση, δεν θα είχε κανένα νόημα πλέον. Προσπάθησε να ανοίξει την καρδιά του και σε άλλα ζώα, αλλά όταν τους αμφισβητούσε το νόημα του τσίρκου ή μιλούσε αρνητικά για τον θηριοδαμαστή, εκείνα θύμωναν και θεωρούσαν το ελάφι εχθρό. Άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν μόνο η εξασφάλιση της τροφής που τα έκανε να σκέφτονται έτσι, αλλά τους είχε γίνει πλύση εγκεφάλου. Δεν είχαν συμβιβαστεί απλά με την κατάσταση, αλλά είχαν φανατιστεί. Ο θηριοδαμαστής φρόντιζε κάθε τόσο να τονίζει τους ιερούς σκοπούς του τσίρκου και να μιλάει στα ζώα με τα πιο κολακευτικά λόγια, ώστε να αισθάνονται ξεχωριστά. Τους έλεγε ότι δεν υπάρχει καλύτερο τσίρκο απ’ το δικό τους και ότι είναι τα εκλεκτότερα ζώα που υπάρχουν επάνω στην γη. Στην πραγματικότητα όμως τα χρησιμοποιούσε, γιατί μέσα από αυτά έβγαζε χρήματα για να συντηρεί το τσίρκο, αλλά για να φαίνεται και η δική του δόξα στον κόσμο.

Καθώς έβλεπε ότι δεν υπήρχε κανείς που να μπορεί να το καταλάβει, το ελάφι άρχισε να πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Σκεφτόταν να φύγει, αλλά κάθε φορά που υπολόγιζε τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει, ο φόβος κυριαρχούσε επάνω του. Σκέψεις αυτοκτονίας άρχισαν να ανεβαίνουν στην καρδιά του. Τότε ήταν που γνώρισε τον αετό. Έναν λευκό αλλά ταλαιπωρημένο αετό. Τα μάτια έδειχναν την κούραση της ψυχής του, αλλά δεν είχε χάσει τελείως την ελπίδα του. Μόλις κατάλαβε ότι ο αετός τα βλέπει όπως εκείνος, κάτι φτερούγισε μέσα στην καρδιά του. Δεν ήταν μόνος, τρελός ή επαναστάτης. Το πρόβλημα βρισκόταν στο τσίρκο και στον τρόπο σκέψης του θηριοδαμαστή. Τον ρώτησε την ιστορία του. Κάποτε ζούσε ελεύθερος σε μια πανύψηλη βουνοκορφή. Πετούσε ανέμελα στον καταγάλανο ουρανό, έχοντας αυτή τη σχεδόν μυστηριακή σχέση με τον άνεμο.

Όποτε τον έβρισκε ίππευε επάνω του, αφήνοντας τον να τον πηγαίνει όπου ήθελε αυτός. Μια μέρα όμως που είχε κατέβει στην κοιλάδα, συνάντησε τον θηριοδαμαστή. Εκείνος τον αιχμαλώτισε σχεδόν με τη βία. Τον έβαλε σε ένα κλουβί και μόλις τον μετέφερε στο τσίρκο του έκοψε αμέσως τα φτερά. Κάθε φορά που πήγαιναν να μεγαλώσουν τα ψαλίδιζαν, για να μην πετάει ψηλά. Δεν του τα ‘κοβαν τελείως για να μπορεί να εκτελεί το νούμερο του, αλλά δεν του τα άφηναν εντελώς για να μην μπορεί να φύγει και να είναι ελεγχόμενος. Φυσικά η δικαιολογία που του έλεγαν, ήταν ότι του τα ‘κοβαν για το καλό του, για να τον προφυλάξουν από την υπερηφάνεια και για να είναι ταπεινός.

-Μια μέρα θα φύγω από εδώ, είπε ο αετός στο ελάφι.

-Πως θα τα καταφέρεις; Μέχρι τώρα κανένα ζώο δεν έχει φύγει απ’ το τσίρκο. Και πως θα μπορέσεις να το σκάσεις όταν κάθε τόσο σου κόβουν τα φτερά;

-Τελευταία δεν ασχολούνται και πολύ μαζί μου. Επειδή είχα αρρωστήσει βαριά και δεν μπορούσα να εκτελέσω κάποιο νούμερο, με ξέχασαν εντελώς και θεώρησαν ότι είμαι πλέον ανήμπορος. Έχουν πολύ καιρό να ασχοληθούν μαζί μου, έστω να με επισκεφτούν μόνο και μόνο για να μου ψαλιδίσουν τα φτερά. Αυτό κάνει τα φτερά μου να μεγαλώνουν. Όταν κάποιος περνάει μπροστά απ’ το κλουβί, μαζεύω προς τα μέσα τα φτερά μου, για να νομίζουν ότι είναι κομμένα και παίρνω το θλιμμένο μου ύφος για να τους δημιουργώ την εντύπωση ότι με έχουν νικήσει. Κανείς δεν ασχολείται πλέον μαζί μου, αλλά με θεωρούν τελειωμένη υπόθεση. Εάν μέχρι την άνοιξη δεν με πειράξουν, τα φτερά μου θα είναι αρκετά δυνατά ώστε να μπορέσω να το σκάσω.

Το ελάφι εντυπωσιάστηκε απ’ το σχέδιο του αετού. Ώστε υπήρχε ελπίδα τελικά. Κι αν κάποιος πίστευε πραγματικά ότι μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αυτούς και η πίστη του νικούσε κάθε φόβο, θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Όπως τα είχε σχεδιάσει ο αετός, έτσι ακριβώς και έγιναν τα πράγματα. Κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του και όλοι τον θεωρούσαν αδύναμο και νικημένο. Στην πραγματικότητα όμως, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Τα φτερά του μεγάλωναν όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε και μαζί με αυτά και η ελπίδα του. Μέχρι που έφτασε η άνοιξη. Ο αετός ανακοίνωσε στο ελάφι ότι ήρθε η ώρα για να φύγει και το κάλεσε για να το χαιρετήσει.

-Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα φίλε μου, είπε ο αετός στο ελάφι. Μου έδωσες δύναμη σε καιρούς κρίσης. Τώρα όμως έφτασε η ώρα να φύγω. Ποτέ δεν θα γυρίσω σε αυτό το απαίσιο μέρος. Εύχομαι μια μέρα να σε ξαναδώ, κάπου έξω από εδώ. Στο περιβάλλον για το οποίο έχουμε πλαστεί εμείς τα ζώα.

Ο αετός άνοιξε τα τεράστια φτερά του, που μετά από καιρό είχαν φτάσει επιτέλους στο πραγματικό τους μέγεθος και άρχισε να υψώνεται στον ουρανό.

Συναισθήματα έκπληξης, χαράς και ελπίδας πλημμύρισαν το κουρασμένο ελάφι, παρακολουθώντας τον αετό να απομακρύνεται στον φωτεινό ουρανό, μέχρι που έγινε μια μικρή κουκίδα που δεν φαινόταν άλλο. Λίγο αργότερα όμως συναισθήματα λύπης και στενοχώριας κυριάρχησαν στην καρδιά του, καθώς σκεφτόταν την δική του μοίρα. Αυτό τι θα γινόταν; Δεν μπορούσε πλέον να μείνει στο τσίρκο. Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει. Ο αετός είχε κάνει την αρχή. Έπρεπε όμως να έρθει η κατάλληλη ώρα. Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε από τότε. Ότι συνέβη με τον αετό, επαναλήφθηκε και με το ελάφι. Καθώς είχε κουραστεί και δεν είχε όρεξη να συμμετέχει στις παραστάσεις, κανείς δεν του έδινε σημασία. Περνούσαν έξω απ’ το κλουβί χωρίς ούτε καν να το κοιτάζουν.

Μια μέρα ξέχασαν να κλειδώσουν το κλουβί. Το ελάφι ήσυχα, άνοιξε την πόρτα και με αργά και σταθερά βήματα άρχισε να απομακρύνεται απ’ το τσίρκο. Κανείς δεν το πήρε χαμπάρι, καθώς όλοι ήταν απασχολημένοι με την παράσταση. Ξεκίνησε να τρέχει. Δεν τον ένοιαζε που πήγαινε, το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί μακριά από το τσίρκο. Δεν σκεφτόταν πλέον αν θα βρει τροφή, αν θα καταφέρει να επιβιώσει μακριά απ’ το τσίρκο, αλλά το μόνο που το ένοιαζε ήταν να είναι ελεύθερο. Η επιθυμία για ελευθερία ήταν πιο δυνατή πια, από το φόβο του θανάτου.

Πέρασε μέσα από πόλεις και χωριά, από ανθρώπους που το κοιτούσαν παραξενεμένοι, από δρόμους πολύβουους, γεμάτους αυτοκίνητα που κορνάριζαν, από πάρκα και χωράφια, λιβάδια και απόμερες πλαγιές. Μέχρι που έφτασε στο δάσος. Κουρασμένο έγειρε κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκε. Ήταν τόσο κουρασμένο, αλλά αυτός ο ύπνος ήταν ο καλύτερος της ζωής του. Χρόνια είχε να νιώσει έτσι.

Το πρωί τον καλημέρισαν με τα τιτιβίσματα τους κάποια γλυκόλαλα πουλιά που κελαηδούσαν πάνω από το γέρικο δέντρο. Το ελάφι έφαγε απ’ το δροσερό χορτάρι που απλωνόταν άφθονο μπροστά του και ύστερα κίνησε για την πηγή να ξεδιψάσει την δίψα του. Δεν είχε όμως όρεξη να τρέξει και η κορμοστασιά του να σκίσει τον άνεμο. Πέρασε καιρός μέχρι να συνέλθει και για ένα μεγάλο διάστημα στριφογύριζαν στο μυαλό του, όλα αυτά που είχε ζήσει στο τσίρκο. Το μόνο που έκανε ήταν να τρώει χορτάρι και να μένει κρυμμένο πίσω από ένα πυκνό φύλλωμα. Δεν ήθελε κανένας να το βλέπει και ξεμύτιζε μόνο για να πιει νερό απ’ το ποτάμι. Έτσι πέρασε κι άλλος ένας χρόνος, μέχρι που άρχισε σιγά-σιγά να ξεθαρρεύει. Η ανάμνηση των όσων είχε περάσει ξεθώριαζε και το δάσος θεράπευε τις πληγές, που του είχε αφήσει το τσίρκο. Δειλά-δειλά, άρχισε να κάνει τις πρώτες του βόλτες. Στην αρχή δεν απομακρυνόταν  πολύ απ’ το πυκνό του φύλλωμα. Όσο περνούσε όμως ο καιρός οι βόλτες διαρκούσαν περισσότερο και γίνονταν όλο και πιο συχνές. Δεν μπορούσε όμως ακόμα να τρέξει και να σκίσει τον άνεμο όπως παλιά.

 Μια μέρα καθώς διέσχισε το δάσος συνάντησε ένα πουλάρι, το οποίο βοσκούσε αμέριμνο σε μια πλαγιά του δάσους. Ξαφνικά άκουσε από πίσω του θορύβους και κρύφτηκε αμέσως πίσω από μια συστάδα δέντρων. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε τον θηριοδαμαστή, μαζί με μερικούς απ’ τους βοηθούς του. Πλησίασαν αθόρυβα το πουλάρι. Εκείνο τους είδε με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν τους έδωσε σημασία. Σκέφτηκε ότι δεν είχε ξανά εμπειρία από άνθρωπο και αυτό το έκανε να έχει άγνοια κινδύνου. Ο θηριοδαμαστής στην αρχή έβαλε μπροστά του λίγο νόστιμο σανό, το οποίο δεν δίστασε το πουλάρι να δοκιμάσει. Ο θηριοδαμαστής πλησίασε το πουλάρι και άρχισε να χαϊδεύει απαλά την πλούσια χαίτη του. Το πουλάρι όμως δεν έβλεπε τα γκέμια και το χαλινάρι που κρατούσε πίσω από την πλάτη του, στο άλλο του χέρι. Ήρεμα ο θηριοδαμαστής πέρασε τα γκέμια στο στόμα του νεαρού αλόγου. Ύστερα ανέβηκε στην πλάτη του για να το καβαλήσει και να το οδηγήσει όπου αυτός ήθελε. Τότε το πουλάρι αντέδρασε. Άρχισε να κουνάει πάνω-κάτω το σώμα του με όλη του τη δύναμη, για να ελευθερωθεί απ’ τον ανεπιθύμητο αναβάτη. Για πολλή ώρα η μάχη ήταν φοβερή και το πουλάρι πάλευε για την ζωή του. Για μια στιγμή νόμισε ότι θα νικιόταν, αλλά το πουλάρι ήταν πιο άγριο απ’ ‘ότι φαινόταν και ήταν αδύνατο να νικηθεί απ’ τον θηριοδαμαστή. Μετά από λίγη ώρα τον έριξε κάτω, ο οποίος έπεσε με δύναμη καταγής, φωνάζοντας και βρίζοντας το άγριο πουλάρι. Εκείνο έτρεξε στην πλαγιά, ελεύθερο όπου κανένας πλέον δεν μπορούσε να το πιάσει. Το ελάφι παρακολουθούσε το πουλάρι που έτρεχε και αυτή η εικόνα κάτι έκανε μέσα στην ψυχή του.

Το ελάφι δεν φοβόταν πλέον τον θηριοδαμαστή, ούτε τον θεωρούσε ανίκητο. Δεν είχε καμία δύναμη τελικά, αλλά ότι εξουσία είχε απέναντι στα ζώα, ήταν μόνο αυτή που τα ίδια του παραχωρούσαν με την θέληση τους. Με λίγα λόγια δεν θα μπορούσε να βλάψει το ελάφι ξανά, παρά μόνο εάν το επέτρεπε εκείνο. Την άλλη μέρα το πρωί μόλις χάραξε και η μύτη του ήλιου ξεπρόβαλε πίσω απ’ τα θεόρατα βουνά, το ελάφι κίνησε για το λιβάδι. Ήταν έτοιμο πάλι να τρέξει και να σκίσει τον άνεμο με την κορμοστασιά του. Κίνησε τα πόδια του σβέλτα και άρχισε να τρέχει στο καταπράσινο λιβάδι. Έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε και κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει. Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να περιγράψουν, πως ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Ξάφνου ένα πουλάκι που το κοίταζε με θαυμασμό καθώς έτρεχε, τον ρώτησε:

-Ελάφι γιατί τρέχεις;

-Τρέχω για να φανεί η δόξα του Δημιουργού.

-Και πόσοι σε βλέπουν εδώ στο δάσος;

-Δεν έχει σημασία. Με νοιάζει μόνο που με βλέπει Αυτός! Απάντησε το ελάφι και συνέχισε να σκίζει τον άνεμο, με την κορμοστασιά του.