Της Τασίας Ξένου, Μουζάκι Ζάκυνθος
Όλο το απόγιομα το πέρασα κουβαλώντας ξύλα για το τζάκι. Τώρα τελευταία ο καιρός αγρίεψε και η φωτιά είναι η πρώτη ανάγκη. Είχα κουραστεί και κάθισα σε μια μεγάλη πέτρα για να πάρω ανάσα, αλλά και να νιώσω την ηρεμία του δειλινού, που εκείνη τη στιγμή σε ξεγελούσε, πως τάχα το κρύο σταμάτησε. Κοίταξα τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να με αποχαιρετούν. Κάτι μικρά πουλάκια πετούσαν, ψάχνοντας για νυχτερινό κατάλυμα, και η κλώσσα μας, με το γνώριμο κάλεσμά της, καλούσε τα κοτοπουλάκια της, τα μάζευε για κούρνιασμα. Απολάμβανα την όμορφη και ευλογημένη από τον Θεό τούτη ώρα και ετοιμάστηκα να σηκωθώ, να πάρω την τελευταία αγκαλιά ξύλα και να τραβήξω κατά το σπίτι. Όμως, στο πλάι μου άκουσα αδύνατες φωνούλες να μιλούν όλες μαζί, σα να ήταν θυμωμένες και να ήθελε να βρει η κάθε μια το δίκιο της. Κοίταξα δεξιά, κοίταξα ζερβά και είδα μια μικρή πλαστική σακούλα, που είχε μέσα διάφορα αντικείμενα. Ήταν λίγα σκουπίδια, που κάποιος είχε αφήσει στην άκρη, ξεχνώντας να τα πετάξει στο σκουπιδότοπο. Ένα μπουκάλι από χλωρίνη φώναζε: «Καλέ, με βρωμίσατε. Είμαι ο βασιλιάς της καθαριότητας. Κάντε πέρα!». Λίγες πατατόφλουδες φώναζαν: «Μη μας ακουμπάτε. Αφήστε μας καθαρές! Κάποιο κουνελάκι θα χορτάσει την πείνα του». Ένα λουλουδάτο κουρέλι καθόταν αμίλητο και πικραμένο. Εκείνο που έκανε το μεγαλύτερο σαματά ήτανε ένα λαμπερό χρυσόχαρτο. Περιτύλιγμα από κάποιο γλυκό ζαχαροπλαστείου. Φώναζε και χάλαγε τον κόσμο. «Κάμετε πέρα. Μη με πλησιάζετε. Είμαι όμορφο. Έχω αξία. Δέστε πως λάμπω! Μη με λερώνετε. Προέρχομαι από μια λαμπερή βιτρίνα. Ποιος ξέρει, ίσως με βρουν και με ξαναβάλουν εκεί απ’ όπου με πήραν. Ε, εσύ λεμονόκουπα, μακριά! Μη με πλησιάζεις, θα με λερώσεις». «Σας παρακαλώ», είπε η λεμονόκουπα με χαμηλή φωνή. «Γιατί θυμώνετε και φωνάζετε και βρίζετε το ένα το άλλο. Αν θέλετε ησυχάστε, αφού την ίδια μοίρα έχουμε όλα. Καθίστε και ακούστε την ιστορία μου και θα δείτε πόσο εύκολα θα περάσει η ώρα. Τι λέτε, ν’ αρχίσω;». «Ναι, ναι!», φώναξαν όλα μαζί τα σκουπίδια και σταμάτησαν για ν’ ακούσουν τι θα τους έλεγε η στυμμένη λεμονόκουπα.
«Πάει πολύς καιρός που ήμουνα στη μάνα μου λεμονιά ένα όμορφο και γερό λουλούδι. Ένα πανέμορφος λεμονανθός. Ήμουνα περήφανο και σκορπούσα το άρωμά μου, για να ευχαριστήσω όποιον πέρναγε από κοντά μου. Μέλισσες, πεταλούδες, χρυσομπούρμπουλους και ανθρώπους. Πέσανε τα πέταλά μου και φάνηκε το κορμάκι μου, που άρχισε να στρογγυλεύει και να σχηματίζεται η καρδιά μου, που γέμιζε χυμό. Όμως, δεν ξέρω τι έφταιξε, μπορεί τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, ίσως κάποια αρρώστια έκατσε στο κοτσανάκι μου και δεν μ’ άφησαν να μεγαλώσω, όσο έδειχνα στην αρχή. Έμεινα μικρότερο από όλα τ’ άλλα. Έρχονταν οι άνθρωποι στη μάνα λεμονιά, διάλεγαν τα καλύτερα αδέρφια μου κι εμένα μ’ αγνοούσαν. Μια φορά που μ’ έδειξε ένα μικρό αγόρι στη μάνα του για να με κόψει, εκείνη είπε: «Όχι, αυτό άστο, είναι γρέντζο».
Εκείνη τη στιγμή νόμιζα πως θα πέθαινα, τόσο πικράθηκα. «Γιατί», έλεγα, «γιατί εγώ να μείνω γρέντζο. Γιατί εγώ να μείνω περιφρονημένο;». Η μάνα μου η λεμονιά, μου έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι. Όλα τα παιδιά μου έχουν την αξία τους. Θα’ ρθει και η δική σου η σειρά». Και ο καιρός πέρναγε. Τ’ αδέλφια μου ένα-ένα έφυγαν. Τα έκοψαν για διάφορες χρήσεις. Εγώ έμεινα μόνο και είχα αρχίσει να ζαρώνω, μα έμενα κολλημένο στο κλαράκι μου και μίλαγα με τα ζουζούνια και τις ηλιαχτίδες. Ώσπου, προχθές κάποιος αρρώστησε στο σπίτι, μα δεν έδωσα σημασία, γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά. Όμως ξαφνικά ακούω φωνές: «Τρέχα, τρέχα Γιαννάκη. Η μαμά σου δεν είναι καλά. Λιποθύμησε. Τρέξε στη λεμονιά και κόψε ένα λεμόνι». Με βιασύνη το μικρό αγόρι με αρπάζει και τρέχοντας με πάει στο σπίτι. Με το μαχαίρι με χωρίζει στα δυο και με το νύχι ξύνει τη ζαρωμένη φλούδα μου. Με φέρνουν στη μύτη της λιπόθυμης γυναίκας και στάζουν λίγες σταγόνες από το χυμό μου στο στόμα της. Και να την, συνέρχεται!
Με ξαναμυρίζει και εγώ προσπαθώ να της δώσω όλο το άρωμά μου. Να λιώσω ολόκληρο στο στόμα της, για να της δώσω ζωή. Και ένιωθα τόση χαρά, που δεν μ’ ένοιαζε αν εκείνη την ώρα εγώ πέθαινα. Έζησα μια ζωή πικραμένη και καταφρονημένη. Ήμουνα το γρέντζο. Όμως, ο Θεός με προόριζε για τον ωραιότερο θάνατο. Ο θάνατός μου δεν χρησίμεψε για μια ευχαρίστηση, αλλά για να πάρουν ζωή δυο μάτια, δυο ολόγλυκα μάτια, που με τόση ευγνωμοσύνη με κοίταξαν, γιατί στην ανάγκη τους ήμουν εκεί. Γι’ αυτό, αγαπητοί μου σύντροφοι, μην καυγαδίζετε τώρα, γιατί όλα μας περιμένει ο θάνατος. Αλλά πιστέψτε με, εγώ στην ασχήμια μου νιώθω χαρά, γιατί έδωσα χαρά αληθινή. Χρησίμεψα σε μια δύσκολη ώρα. Δεν ήμουν η απόλαυση της στιγμής.
Τώρα κοιμηθείτε και προσπαθήστε να θυμηθείτε, αν στη ζωή σας δώσατε χαρά κι αγάπη». Τα σκουπιδάκια σώπασαν. Κι εγώ, που ένιωσα να κρυώνω από την ακινησία τόσης ώρας, για να μη διακόψω την ιστορία του γρέντζου λεμονιού, σηκώθηκα, φορτώθηκα την τελευταία αγκαλιά ξύλα και κίνησα για το σπίτι. Σκεφτόμουν, αν κι εγώ στη ζωή που έζησα ως τώρα, έδωσα αγάπη στον πλησίον μου. Αν φάνηκα χρήσιμη σε κάποιον, όταν με κάλεσε. Όμως, ξέρω καλύτερα το τέλος του ανθρώπου, όταν αφήσει τον Θεό να τον οδηγεί, παρά την αρχή. Στην αρχή όλα λάμπουν και μοσχοβολούν, μα δεν ξέρεις αν θα σε κόψει η ζωή σαν όμορφο καρπό για την ευχαρίστηση της στιγμής ή αν θα είσαι το γρέντζο, μα χρήσιμο και πολύτιμο σε ώρα ανάγκης, λεμόνι.