Μ’ ΑΓΑΠΑΣ ΜΑΜΑ;

Της Τασίας Ξένου, Μουζάκι Ζάκυνθος

Ήταν ένα πρωινό όπως τόσα άλλα. Τίποτα δεν προμήνυε την πλημμυρίδα σκέψεων, αναμνήσεων και συναισθημάτων που πλημμύρισαν την ψυχή μου με αφορμή την ερώτηση ενός μικρού παιδιού στη μαμά του: Μ’ αγαπάς μαμά;

Το παράθυρο μου είναι πάνω από τον δρόμο και θέλω δεν θέλω, ακούω τη φασαρία του δρόμου. Ακούω και τα παιδιά που περνούν για το σχολείο, ιδιαίτερα τις μανάδες που κρατάνε από το χέρι τα παιδάκια τους για να τα πάνε στο νηπιαγωγείο που βρίσκεται στον παρακάτω δρόμο. Σε κάποια στιγμή άκουσα μια μαμά να συνομιλεί με το παιδάκι της. Δεν κατάλαβα τι του έλεγε, μα ώσπου να φτάσουν στο παράθυρο μου άκουσα αρκετά καθαρά το παιδάκι να τη ρωτάει μ’ ένα χρώμα ανησυχίας και απορίας στη φωνούλα του: Μαμά, μ’ αγαπάς; Η μαμά απάντησε κάτι αφηρημένα και τα βήματα της γρήγορα και σταθερά προχώρησαν στο στενό μαζί με τα κοφτά βηματάκια του παιδιού, σαν μηχανή που γαζώνει ασπρόρουχα. Αυτή η ερώτηση με χτύπησε σαν σφυρί, όπως χτυπάει την πέτρα ο λατόμος. Χίλιες μύριες εικόνες πέρασαν από τη σκέψη μου.

Πόσες αλήθειες της Αγίας Γραφής που γράφτηκαν και προφητεύτηκαν πριν τόσους αιώνες, επαληθεύονται σήμερα! Είχα αμφισβητήσει – ελάχιστα βέβαια – ότι μπορεί να υπάρξει μάνα που θα λησμονήσει να θηλάσει το παιδί της. Το είχε προβλέψει ο προφήτης Ησαΐας , καθώς πρώτα ο ίδιος ο Θεός του το απεκάλυψε. Τώρα ήρθε η ώρα που ακούω πως γίνονται σημεία και τέρατα, η ώρα που η προφητεία αυτή επιβεβαιώνεται. Οι μανάδες παρατούν τα παιδιά τους στο όνομα της υπερκατανάλωσης. Οι γυναίκες βγήκαν στην εργασία και τα παιδάκια συνωστίζονται στα νηπιαγωγεία και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς. Τα αρπάζουν γρήγορα-γρήγορα από το κρεβατάκι τους, για να προλάβουν να είναι στην ώρα τους στη δουλειά. Τα κουβαλούν σαν δέματα, τα αφήνουν σε ξένα χέρια που φροντίζουν μόνο το στομαχάκι τους, και όχι πάντα. Η ψυχούλα τους μένει άδεια και τα ματάκια τους αντικρίζουν κάθε μέρα ένα διαφορετικό πρόσωπο να τα περιποιείται. Κι αν το νήπιο μπορεί να περπατάει, βρίσκεται μέσα σε όμοια μ’ αυτό παιδάκια, μαθαίνοντας ν’ αρπάζει να σκορπίζει, να καταστρέφει. Που είναι η μάνα της εποχής της φτώχιας, μα της αγκαλιάς της ζεστής, του γλυκού νανουρίσματος, του εξωτικού παραμυθιού, του μαλακού ξυπνήματος, όταν περίμενε στο τραπέζι ένα ποτήρι γάλα ή μια φέτα ψωμί με λάδι ψημένη στα κάρβουνα, που η γιαγιά είχε ανάψει για να ξυπνήσουν στη ζέστα του σπιτιού τα εγγονάκια της;

Σήμερα ο «πολιτισμός» έμαθε στις μανάδες δικαιολογίες, ότι και καλά τα παιδιά θα γίνουν μακριά από τη μητρική αγκαλιά ανεξάρτητα, υπεύθυνα, αλλιώς κινδυνεύουν να γίνουν μαμόθρεφτά! Μερικές μαμάδες, επειδή έχουν ενοχές, ταΐζουν υπερβολικά τα παιδιά τους ή τα φορτώνουν παιχνίδια. Και από αγάπη; Από αγκαλιά; Από φιλιά; Μοιραία η σκέψη μου γυρίζει στα παλιά, όταν οι μανάδες στο χωράφι ή στο λιοστάσι πήγαιναν το φαγητό στην εργατιά, όταν η γιαγιά καθισμένη στο χαμηλό σκαμνάκι, κάνοντας το μακρύ φουστάνι της αιώρα με στήριγμα τα γόνατα της, κούναγε ρυθμικά πέρα δώθε την εγγονή της, καθώς ακουμπισμένη στην άκρη της ρόκας της έγνεθε το μαλλί και τραγούδαγε χαμηλόφωνα το νανούρισμα: Κοιμήσου/οι κάμποι Αλώνια σου/και τα βουνά οι σωροί σου/τα ποταμάκια λάδια σου/κι οι θάλασσες κρασί σου.

Τώρα; Πού είναι ο παππούς, η γιαγιά; Θυσιάστηκαν στο βωμό του «πολιτισμού». Γέμισαν τα γηροκομεία. Στο ευαγγέλιο του Ματθαίου 24:12 λέει: «Επειδή η ανομία θέλει πληθύνει, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθεί».Πόσο μεγάλη αλήθεια είναι η ψυχραμένη αγάπη στην σημερινή εποχή! Έλειψε ο παππούς που θα φτιάξει το καλαμένιο ντουφέκι και τη σφεντόνα στον εγγονό του. Που θα πει το βράδυ το παραμύθι ή κάποια ιστορία τότε που ήταν φαντάρος και πολεμούσε τον εχθρό που επιτέθηκε στην Πατρίδα. Σήμερα; Τα παιδιά χωρίς τη ζεστασιά της οικογένειας, χωρίς να μεστώσουν στο θερμοκήπιο που φύτρωσαν, τα  ξεσπαλήσανε από το δέντρο της οικογένειας, τα μεταφύτευσαν άμεστα και τα αποτελέσματα φάνηκαν.

Ναρκωτικά, αλκοολισμός, εγωισμός και τόσα άλλα που δεν θέλω καν να τα αναφέρω. Όμως με παρηγορεί τοβιβλίο της Γένεσης στο 18ο Κεφάλαιο, εκεί που ο Αβραάμ είχε συνομιλία με τον Κύριο και είχε το παζάρι της απώλειας των δικαίων μετά των αδίκων. Και παρηγορούμαι που ο Κύριος δεν θα απολέσει χάριν των δέκα όλους τους κατοίκους της γης. Παρηγορούμαι που γνωρίζω νιάτα, τα οποία έχουν αφιερώσει τη καρδιά τους και ολόκληρη τη ζωή τους στα τρυπημένα πόδια του Ιησού, τρυπημένα από τα καρφιά της δικής μας ενοχής. Ω, αν ήξεραν όλοι οι νέοι τη δωρεά του Ιησού! Θα άφηναν μια ζωή γεμάτη σκοτάδι, ψέμα, δίψα, δάκρυα για να κερδίσουν φως, γέλιο, αλήθεια, χαρά και αιώνια ζωή. Δεν είναι ψέμα. Ο Κύριος είπε: Δοκιμάστε Με. Το σχοινί της σωτηρίας μέσα από τα αφρισμένα κύματα της αμαρτίας είναι δεμένο στο ξύλο του Σταυρού του Ιησού. Άρπαξε το, όπως το άρπαξα κι εγώ και πέρασα με ένα σάλτο στην απέναντι όχθη της Σωτήριας. Ανάμεσα στη σωτηρία και στην απώλεια χάσκει βαθύ χάσμα. Τώρα είναι η ευκαιρία. Αύριο θα είναι αργά. Η Κιβωτός του Κυρίου είναι ακόμα ανοιχτή. Ο Ιησούς περιμένει και σήμερα. Και ενόσω θα είμαστε στη ζωή, εξαργυρώστε το Θάνατο και κερδίστε τη Ζωή, δώστε το κίβδηλο και πάρτε τον χρυσό τον δοκιμασμένο, που θα σας οδηγήσει στον Ουρανό, στην αιώνια ανάπαυση.

Στη σκέψη μου ήρθε το 21ο Κεφάλαιο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, όταν ο Ιησούς ρώτησε τον Πέτρο: Σίμων  Ιωνά, αγαπάς Με; Έτσι και το παιδάκι ρωτάει: Μαμά, μ’ αγαπάς; Αν ναι, μου λείπει το φιλί σου, μου λείπει  το χαμόγελο σου, μου λείπει η αγκαλιά σου, μου λείπει όλη η ουσία της ζωής. Κράτα με κοντά σου, μαμά.