ΜΕΡΙΜΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΝΕΙΑ

Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της λέξης μέριμνας και πρόνοιας καθώς πολλοί τις συγχύζουν. Είναι αλήθεια ότι ο Χριστός είπε να μην μεριμνούμε για τίποτα. Παίζει ρόλο βέβαια να ξέρουμε σε ποιους απευθυνόταν. Σε Εβραίους που είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο χρήμα και είχαν παγιδευτεί στην νοοτροπία του να μαζεύω για να έχω, όχι μόνο για να αισθάνομαι ασφάλεια εγώ, αλλά και περισσότερα απ’ τους άλλους, γι’ αυτό και τους μιλάει για τον μαμμωνά και ότι δεν μπορούν να λατρεύουν δυο Κυρίους. Δεν μεριμνάω όμως δεν σημαίνει δεν εργάζομαι και περιμένω να μου πέσουν εξ’ ουρανού. Καθώς στο βιβλίο των παροιμιών ο Σολομώντας λέει: “Όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει και να τρώει“. Άρα όταν ο Ιησούς λέει μην μεριμνάτε δεν εννοεί να μην εργαζόμαστε, αλλά να μην αγχωνόμαστε για την επιβίωση σε τέτοιο βαθμό που το άγχος γι’ αυτήν να κλέβει την σχέση μας με τον Θεό. Η σχέση με τον Θεό θα πρέπει να είναι προτεραιότητα, κάτι που ο Ιησούς το τονίζει όταν ρωτάει: «Τι είναι πιο πολύτιμο η ζωή ή η τροφή;» και όταν λέει: «Ζητάτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη του και όλα τα άλλα θα σας προστεθούν».

Πρέπει επίσης να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ του Ιωσήφ και του άφρονα πλούσιου, καθώς και οι δυο αποθήκευαν, αλλά με διαφορετικά κίνητρα ο καθένας. Ο πλούσιος σκέφτηκε αυτή την ιδέα απ’ τον εαυτό του, για να ικανοποιήσει τη φιλαρέσκεια του, την φιληδονία του και ένα είδος αλαζονείας. Ο Ιωσήφ ειδοποιήθηκε απ’ τον Θεό σε συγκεκριμένο χρόνο, για να έχει όχι μόνο για τον εαυτό του. Ο πλούσιος αποθήκευε για τον εαυτό του. Ο Ιωσήφ αποθήκευε για να τα μοιραστεί με αυτούς που θα είχαν ανάγκη τον καιρό της πείνας. Ο πλούσιος αποθήκευε χωρίς οδηγία απ’ τον Θεό, με το κίνητρο να στηρίξει την ζωή του σε αυτά που μάζευε. Γι’ αυτό και ο λόγος του Ιησού: «Η ζωή κάποιου δεν εξαρτάται απ’ τα υπάρχοντα του». Ο Ιωσήφ αποθήκευε με οδηγία, χωρίς όμως να στηρίζεται σε αυτά, αλλά στον Θεό απ’ τον οποίο έλαβε την οδηγία. Ο Ιωσήφ ήταν σοφός γιατί άκουγε και εμπιστευόταν τον Κύριο, ενώ ο πλούσιος αποκαλείτε άφρονας, γιατί είχε γυρισμένη την πλάτη στον Θεό και νόμιζε ότι μπορούσε να στηριχτεί στις ιδέες και στον πλούτο του, αγνοώντας δεδομένα απ’ το συνολικό κάδρο, όπως ότι πονηρά πνεύματα ζητούσαν την ψυχή του.

Σαν τελικό συμπέρασμα πρέπει να πούμε ότι ένας άνθρωπος του Θεού θα πρέπει να οργανώνει την ζωή του, να προνοεί, να βάζει τα υπάρχοντα του σε τάξη μέσα απ’ την σοφία που του χαρίζει ο Θεός, χωρίς όλα αυτά να επισκιάζουν την σχέση του με τον Θεό, αλλά είναι μια απόρροια αυτής και εξαιτίας αυτής.