Ο Κλάους Κένεθ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου: «Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς». Αν υπάρχουν στον 20ό αιώνα κάποιοι άνθρωποι, που τους αξίζει ο τίτλος του «Οδυσσέα του πνεύματος», ένας από αυτούς είναι σίγουρα αυτός. Ταξίδεψε σχεδόν σε όλες τις εκδοχές της παγκόσμιας θρησκευτικότητας. Περιπλανήθηκε στο σκοτάδι, γνωρίζοντας όλες τις μορφές του μέχρι που ανακάλυψε το φως, την ελευθερία και την στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Στο βίντεο που ακολουθεί εξηγεί γιατί η Γιόγκα δεν είναι γυμναστική και με ποιο τρόπο ανοίγει σταδιακά την πόρτα στον δαιμονικό κόσμο. Όπως ομολογεί και ο ίδιος «έφτασα στο σημείο να τους βλέπω φυσικά. Αυτός είναι ένας τρόμος που δεν θα ευχόμουν ούτε στον μεγαλύτερο εχθρό μου, ούτε στον Χίτλερ».
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΟΥΣ ΚΕΝΕΘ
Γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία το 1945, τη νύχτα που ο κόκκινος στρατός κατέλυε το Γ΄ Ράιχ. Την παιδική του ηλικία σημάδεψαν οι τεράστιες κακουχίες και η γονεϊκή εγκατάλειψη. Σε νεαρή ηλικία κακοποιείται σεξουαλικά από έναν ρωμαιοκαθολικό ιερέα, πράγμα που τον κάνει να αποστραφεί βαθιά το χριστιανισμό..
Στα εφηβικά του χρόνια εξωθείται σε αντικοινωνικές και αναρχικές συμπεριφορές, απότοκο των οποίων είναι οι συχνές καταδίκες και φυλακίσεις του. τριγυρνά με εφηβικές συμμορίες σε όλη τη Γερμανία και ζει έντονη νυχτερινή ζωή παίζοντας μουσική σε κακόφημα κλαμπ.
Στα μετεφηβικά του χρόνια επιχειρεί να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Τιβίγγης, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του και βυθίζεται για επτά χρόνια (1967-1973) στον κόσμο των ναρκωτικών. Περιπλανιέται σ’ ολόκληρο τον ανατολικό κόσμο αναζητώντας την αλήθεια και, κυρίως, τη δύναμη να εξουσιάζει τους ανθρώπους, τους οποίους μισεί όλο και περισσότερο. Γνωρίζει τον ισλαμισμό, τον ινδουισμό και το βουδισμό και θητεύει για χρόνια στις τάξεις τους. Μη μπορώντας να βρει λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα, ρίχνεται στις καταχρήσεις, ενώ η ενασχόλησή του με τη μουσική δεν αρκεί για να κορέσει τη δίψα του για νόημα ζωής.
Στη συνέχεια καταφεύγει στο λατινοαμερικάνικο αποκρυφισμό και τη μαγεία. Όμως μια απειλή κατά της ζωής του στην Κολομβία τον φέρνει αντιμέτωπο με το όριο της ζωής του. Το 1981, σε ηλικία τριάντα έξι ετών, επιστρέφει στην Ευρώπη, ξαναπιάνει τις σπουδές του και, ολοκληρώνοντάς τις, διορίζεται καθηγητής σε σχολείο. Ταυτόχρονα έρχεται σε επαφή με τον προτεσταντισμό. Μεταστρέφεται σιγά σιγά στο χριστιανισμό και το 1983 γνωρίζει το Γέροντα Σωφρόνιο, ο οποίος γίνεται πνευματικός του πατέρας και σημαδεύει τη μετέπειτα πορεία του.