Ο καθορισμός της λεγόμενης Καινής Διαθήκης είχε ήδη αρχίσει από τις αρχές περίπου του 2ου αι. μ.Χ. όταν τα τέσσερα ευαγγέλια αποτέλεσαν από πολύ νωρίς μια συλλογή που έγινε αρχικά γνωστή σαν «το Ευαγγέλιο». Αυτή η συλλογή δεν ήταν εγκεκριμένη από κάποιον επίσκοπο της εποχής, αλλά αντίθετα ήταν τόσο αυταπόδεικτη στην Εκκλησία, που οι επίσκοποι απλά αναγνώρισαν αυτό το πράγμα (π.χ. Ειρηναίος). Και μην ξεχνάμε ότι τα συγκεκριμένα ευαγγέλια γράφτηκαν σε μια εποχή που βρίσκονταν εν ζωή πολλοί από εκείνους που μπορούσαν να θυμηθούν τι είπε και τι έκανε ο Χριστός. Και φυσικά δεν ήταν εύκολο, όπως μερικοί συγγραφείς νομίζουν, να εφεύρει κάποιος λόγια ή έργα του Ιησού σε κείνα τα πρώτα χρόνια, τη στιγμή που υπήρχαν τόσοι μαθητές του, που μπορούσαν να θυμηθούν τι συνέβηκε και τι όχι. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βιβλικής Κριτικής και Εξήγησης στο Παν/μιο του Μάντσεστερ F. F. Bruce: «Οι πρώτοι χριστιανοί πρόσεχαν πολύ στο να διαχωρίζουν τα λόγια του Ιησού απ’ τις δικές τους αντιλήψεις ή κρίσεις πχ. ο Παύλος όταν συζητάει τα επίμαχα θέματα του γάμου και του διαζυγίου, στην 1 Κορ. 7, είναι πολύ προσεκτικός στο να διαχωρίσει τη δική του συμβουλή πάνω στο θέμα απ’ τον αποφασιστικό κανόνα του Κυρίου: «Λέγω εγώ, ουχ ο Κύριος» και «ουκ εγώ, αλλά ο Κύριος».Δεν ήταν μόνο οι γνωστοί αυτόπτες μάρτυρες, τους οποίους οι πρώτοι κήρυκες έπρεπε να συμβουλεύονται. Υπήρχαν κι άλλοι, λιγότερο γνωστοί, γνώστες όμως των κύριων γεγονότων της διακονίας και του θανάτου του Ιησού. Οι μαθητές δεν ανέχονταν να ρισκάρουν με ανακρίβειες (για να μη μιλήσουμε για εσκεμμένη τροποποίηση γεγονότων), οι οποίες θα έρχονταν στο φως από εκείνους, οι οποίοι θα ήταν πάρα πολλοί ευτυχείς να το κάνουν. Αντίθετα, ένα απ’ τα σταθερότερα στοιχεία του πρώτου αποστολικού κηρύγματος είναι η πιστή επίκληση της γνώσης των ακροατών. Δεν έλεγαν μόνο, «Είμαστε μάρτυρες αυτών των πραγμάτων» αλλά και «καθώς και εσείς εξεύρετε» (Πραξ. 2:22)».
ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ;BRUCE