Του Απόστολου Γαντέ
Η Ελλάδα στην κρίση
Βούιξαν οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα δελτία ειδήσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το κύριο θέμα και στις πέντε ηπείρους, η κρίση στην Ελλάδα και οι συνέπειες της, στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα. Δηλαδή;
Οι Έλληνες χρωστάνε πολλά λεφτά και δεν μπορούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ενώ οι δανειστές επιμένουν να πάρουν πίσω τα δανεικά μαζί με τους τόκους που αναλογούν.
Φυσικά δεν ανήκει σ’ αυτό το έντυπο να ασχοληθεί με λεπτομερείς αναλύσεις πάνω στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών για να βρούμε βήμα – βήμα πώς φτάσαμε εδώ. Μπορούμε όμως, να διατυπώσουμε κάποια συμπεράσματα, παρατηρώντας το φαινόμενο στην σημερινή αποκορύφωσή του.
Πολιτική κακοήθεια, ηθική εξαχρείωση
Σίγουρα υπάρχουν εξαιρέσεις. Λίγοι, ελάχιστοι, μετρημένοι ίσως στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι υπόλοιποι, καταλαβαίνεις μόνο που τους βλέπεις, γιατί βρέθηκαν εκεί. Ποιος είναι ο σκοπός τους. Και ο σκοπός τους ήταν και είναι να βγάλουν χοντρά λεφτά. Μέσα σε τέσσερα, γιατί όχι και οκτώ χρόνια, να φτιάξουν περιουσίες που θα εξασφαλίσουν αυτούς, τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα τρισέγγονά τους. Άσχετα τι διακηρύττουν στους λόγους και τα έντυπά τους. Ο στόχος ήταν ξεκάθαρος. Να βρεθούμε εκεί που ρέει το χρήμα, να τυλιχτούμε κι εμείς επιτέλους στο χρυσάφι. Ο εαυτούλης μας, η βόλεψή μας με οποιονδήποτε τρόπο, η καλοπέρασή μας, η γλυκιά και ανέμελη ζωή. Κι όσο αυτή η αντίληψη αγγίζει τα ανώτατα στρώματα και αξιώματα, τόσο πιο σκοτεινά και αβυσσαλέα γίνονται τα υποστρώματα, και οι κάτω από το τραπέζι συμφωνίες των καλοντυμένων «κυρίων».
– Και η χώρα;
– Άσε ρε, τώρα…Ποια χώρα! Τη πάρτη μου κοιτάω και το συμφέρον μου!
– Και δε φοβάσαι κανέναν;
– Έχω ασυλία και όταν, αν με πιάσουν , τα αδικήματα θα έχουν παραγραφεί.
Σύστημα προνοητικά φτιαγμένο να παρέχει άσυλο στους επίσημους καταχραστές και κακοδιαχειριστές της περιουσίας ενός λαού. Έτσι, οι λογαριασμοί των πολιτικών μεγαλώνουν, μετακινούνται, ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας, ενώ παράλληλα τα ίχνη τους χάνονται επιδέξια, την ίδια ώρα που οι συνταξιούχοι βογκούν και στενάζουν, βλέποντας τις αστείες συντάξεις τους να στραγγίζονται ακόμα περισσότερο κάτω από τις καταχρήσεις και την οικονομική αφαίμαξη αυτών που τόσο απερίσκεπτα, χειροκρότησαν και ψήφισαν.
-Και δεν φοβούνται Θεό;
-Γιατί, υπάρχει Θεός;
-Πράγματι, όλα είναι μπορετά, όταν δεν υπάρχει φόβος Θεού.
Μα, προσοχή γιατί Θεός υπάρχει!!
Είναι μοιραίο για μια χώρα που αποστρέφεται τη λατρεία του Αληθινού Θεού, να ξεπέφτει στη λατρεία ανθρώπων. Και οι Έλληνες, λάτρεψαν τους πολιτικούς στη θέση του Θεού. Κι οι πολιτικοί το χάρηκαν και το γλέντησαν αυτό το λαϊκό προσκύνημα. Είναι καμιά εικοσαριά χρόνια που τους ακούω να λένε και να το επαναλαμβάνουν με στόμφο:
-Εμείς ξέρουμε τα προβλήματα, μπορούμε να τα λύσουμε, και θέλουμε να τα λύσουμε!! Και θα τα λύσουμε!!!
Πράγματι, διανύουμε την περίοδο «λύσης» ή μάλλον διάλυσης. Γελάει όλος ο πλανήτης μαζί μας. Γίναμε ανέκδοτο και παροιμία. Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς ως αφερέγγυοι, κακοδιαχειριστές, αδηφάγοι και ακόρεστοι σφετεριστές.
Δεκαετίες τώρα ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΚΡΙΣΗ και κάνουμε πως δεν το βλέπουμε. Είναι καιρός οι Έλληνες να ακούσουμε τη διακήρυξη του Θεού, εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια:
Ο Κύριος λέει: «Καταραμένος ο άνθρωπος που σε άνθρωπο ελπίζει, που από μένα απομακρύνεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη δύναμη. Θα είναι σαν το θάμνο στην έρημο: μένει εκεί στα βράχια της ερήμου, σε τόπο άγονο και ακατοίκητο∙ ποτέ του δε θα δει καλό. Ευλογημένος όμως είν’ ο άνθρωπος που ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται. Θα είναι σαν το δέντρο το φυτεμένο κοντά στα νερά∙ απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται όταν έρχεται ο καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα∙ αδιαφορεί για τον καιρό της ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί».
Ιερεμίας 17 : 5-8
Λαός χωρίς αρχές, χωρίς αξίες
Το γενικό μότο σήμερα είναι: να ‘μαστε καλά, να περνάμε καλά. Μέσα σε μια διαρκή ευχαρίστηση, σε μια συνεχή ικανοποίηση των αισθητηρίων μας και των οποιωνδήποτε επιθυμιών μας, γιατί όχι και των παθών μας.
Αν μας ρώταγαν, εμάς τους σύγχρονους Έλληνες, να δώσουμε έναν ορισμό της καλής ζωής, θα το διατυπώναμε κάπως έτσι:
– Πολλά και καλά φαγητά (να μην πεινάσω ποτέ), πολλά ωραία και ακριβά ρούχα για κάθε περίσταση, αρκετά και πολυτελή σπίτια με όλα τα κομφόρ, ακριβά και περίτεχνα έπιπλα, αρκετά αυτοκίνητα, σκάφη και κανα δυο αεροπλάνα (μικρά), ταξίδια, κρουαζιέρες, πολυτέλεια, ακλόνητη υγεία και άμεση πρόσβαση στις καλύτερες κλινικές του πλανήτη αν – ω, μη γένοιτο- χρειαστεί. Διασκέδαση κάθε είδους, ασφάλεια από οποιονδήποτε κίνδυνο πάει να χαλάσει τη ζαχαρένια μου και, το κυριότερο, καλά, πολύ καλά γεράματα χωρίς να διαταραχτεί ποτέ τίποτε από όλα τα παραπάνω.
Και πώς πετυχαίνονται όλα αυτά; Αν έχεις χρήμα. Χρήμα με το τσουβάλι. Εμπρός λοιπόν, να γίνουμε πλούσιοι. Τώρα θα ψάξουμε να βρούμε τρόπους να βγάλουμε πολλά λεφτά και χωρίς κόπο. Έτσι, βγήκε και η γυναίκα έξω να μαζέψει λεφτά. Βγήκε και η μεγάλη κόρη να δουλέψει. Διαλέξαμε δουλειές κερδοφόρες με μεγάλους συντελεστές κέρδους. Στείλαμε τα παιδιά μας να μάθουν δουλειές που βγάζουν καλά λεφτά. Να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια και να χτυπήσουν τις καλύτερες θέσεις με τις μεγαλύτερες αποδοχές.
Ένας λαός που κυνηγάει το χρήμα με όλες του τις δυνάμεις. Και δεν διστάζει να πατάει επί πτωμάτων για να τα καταφέρει μια ώρα γρηγορότερα. Εμείς, οι Έλληνες!
Σ’ αυτό το ξέφρενο αγώνα για το τσουβάλι με τις λίρες, διαπιστώσαμε και κάτι ακόμα. Όταν τα ‘χεις τα λεφτά, όλοι μιλάνε για σένα. Όλοι κρυφοκοιτάνε εσένα με ζήλια. Σε γράφουν τα περιοδικά, σε κυνηγάνε οι παπαράτσι. Γίνεσαι υπολογίσιμος. Ανεβαίνει η αξιοπρέπεια, το κύρος, το γόητρο. Αλλάζεις επίπεδο. Δεν είσαι πια σαν όλους τους άλλους. Είσαι κάτι ανώτερο, εξοχότερο. Όλοι οι Έλληνες είμαστε εξοχότατοι. Είμαστε ανώτεροι, ενώ όλοι οι άλλοι πρέπει να είναι υποτακτικοί μας. Αυτή είναι σε χοντρές γραμμές η διάγνωσή μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Όμως, κυνηγώντας το χρήμα και τη δόξα, χάσαμε τα παιδιά μας, τον ή την σύντροφό μας, χαλάσαμε τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλοιώθηκε η οικογένεια και αμφισβητήθηκε η αναγκαιότητά της. Σκληρύναμε στις εργασιακές μας σχέσεις, καταχραστήκαμε τους απονήρευτους, κλέψαμε τους αδύνατους, αδικήσαμε τον ξένο.
Η ανθρώπινη προσωπικότητα και αξιοπρέπεια φτήνυναν υπερβολικά, ο σεβασμός στον άνθρωπο είναι είδος υπό εξαφάνιση. Φτάνει η αδέξια έξοδος στην πρώτη διασταύρωση για να δεις πόσο σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Εμείς οι Έλληνες! Παλικαριά, να φάει ο ένας τη σειρά του άλλου ή τη θέση του άλλου.
Η έλλειψη ουσιαστικού σεβασμού απέναντι στον Δημιουργό μας εκκόλαψε ασέβεια στον συνάνθρωπό μας. Στο σπίτι, στη δουλειά, στην πολυκατοικία, στη γειτονιά, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο λεωφορείο, στην ίδια τη Βουλή των Ελλήνων, η δυσοσμία της ασέβειας περισσεύει. Βρισκόμαστε μεταξύ μας και διηγούμαστε καμαρώνοντας πώς τη φέραμε στον τάδε, πώς κοροϊδέψαμε τον δείνα και δεν πήρε χαμπάρι, πώς κλέβουμε την εφορία, πώς ξεφτιλίσαμε και ταπεινώσαμε κάποιον άλλο για να βγούμε από πάνω.
Το στόμα μας βρώμισε. Τα μάτια μας σκοτείνιασαν, τα αυτιά μας ρούφηξαν ειρωνεία και προστυχιά. Η οικογένεια παραπαίει. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις απλώνονται επικίνδυνα σα μάστιγα κι εμείς καμαρώνουμε. Εμείς, οι Έλληνες!
Καμαρώνουμε για πράγματα που θα’ πρεπε να ντρεπόμαστε, αλλά ο περίγυρος αρέσκεται σ’ αυτή τη θεματολογία και έτσι οι θρασείς, οι αναιδείς, οι υβριστές και οι αθυρόστομοι βασιλεύουν. Σ’ εμάς τους Έλληνες!
Στις μέρες μας, καμαρώνουμε και επιδεικνύουμε τα υλικά μας αποκτήματα, αναλώνουμε ώρες να αυτοπαινευόμαστε και να αυτοϋψωνόμαστε, χωρίς να φανταζόμαστε πόσο ενοχλητικοί, ανούσιοι και κουραστικοί γινόμαστε και πόση αρρώστια λιμνάζει μέσα στις ψυχές μας.
Φυσικά, αν η ασέβεια στον Θεό είναι δεδομένη, και η ασέβεια στον πλησίον είναι πανεθνικά βεβαιωμένη, είναι επόμενο να εκφράζεται απεριόριστα και προς το φυσικό μας περιβάλλον. Θα’ λεγε κανείς πως ήταν λάθος του Θεού να μας φυτέψει σε μια τόσο όμορφη και ευλογημένη χώρα. Κι αυτό, γιατί την έχουμε καταντήσει σκουπιδότοπο. Δεν υπάρχει βουνό, δάσος, κοιλάδα, ρεματιά, παραλία, πόλη ή χωριό που να μη βρεις τα σκουπίδια απλωμένα και αραδιασμένα σε κάθε κατεύθυνση. Ποιος σκουπιδότοπος είναι αλήθεια η ψυχή μας, για να μπορεί να ξεβράζει και τα υλικά απορρίματά της όπου βρεθεί, τόσο απλόχερα!
Άνθρωποι που καίμε τα δάση μας και ύστερα, τα καταπατάμε, κλέβουμε τα ξύλα, χτίζουμε αυθαίρετα, μολύνουμε τα ποτάμια μας, δε λογαριάζουμε ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ! Πράγματι, βρισκόμαστε σε ΚΡΙΣΗ που οι ίδιοι επιλέξαμε, τη θρέψαμε, την απλώσαμε, τη χρησιμοποιήσαμε. Και τώρα παριστάνουμε τους έκπληκτους, επειδή ακούμπησε τις τσέπες μας, και συμπίεσε τα πορτοφόλια μας.
Και η διάγνωση από το στόμα του Θεού:
«Σαν τόξο τεντωμένο, έτοιμη για να ρίξει βέλη ψεύδους είναι η γλώσσα τους. Στη χώρα δεν είναι η αλήθεια που επικρατεί. Κάνουν το ένα κακό μετά το άλλο, κι αρνούνται κάθε σχέση να’ χουνε μαζί μου», λέει ο Κύριος. «Γι’ αυτό καθένας να φυλάγεται απ’ τους φίλους του και να μην έχει εμπιστοσύνη ούτε στον αδερφό του∙ γιατί κάθε αδερφός το δίχως άλλο εξαπατά, και οι φίλοι είναι συκοφάντες. Εξαπατά καθένας τον πλησίον του, κανείς δε λέει την αλήθεια· συνήθισαν τη γλώσσα τους στο ψέμα και έχουν τόσο πολύ αναμειχθεί με το κακό, ώστε είναι ανήμποροι πια να ξεφύγουν. Η μια καταπίεση διαδέχεται την άλλη, κι η μια απάτη ακολουθεί την άλλη και αρνούνται να με γνωρίσουν».
Γι’ αυτό, λέει ο Κύριος του σύμπαντος: «Στο χωνευτήρι θα τους βάλω σαν το μέταλλο και θα τους δοκιμάσω. Ο λαός μου έχει πράξει το κακό. Τι άλλο μπορώ γι’ αυτούς να κάνω;»
«Για όλα αυτά δεν θα τους τιμωρήσω;» λέει ο Κύριος· «δε θα εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος; Θα κλάψω, θα θρηνήσω για τα ψηλά βουνά, θα παραπονεθώ για τα λιβάδια. Κάηκαν κάτω στην πεδιάδα! Κανείς πια δεν περνάει απο’κει ούτε ακούγονται των κοπαδιών βελάσματα· τ’ ουρανού τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα έφυγαν, εξαφανίστηκαν».
Ιερεμίας 9 : 2-6, 8-9
Λαός που οι καρδιές μας είναι και μένουν μακριά από τον Θεό μας
Μας είναι τόσο ξένος, τόσο μακρινός. Στ’ αλήθεια, υπάρχει Θεός;;; Τον έχουμε αφήσει τόσο έξω από τη ζωή, την καθημερινότητα. Οι δρόμοι μας είναι τόσο διαφορετικοί. Χωμένοι στα προβλήματα και τις ανάγκες μας, δεν προλαβαίνουμε να σηκώσουμε κεφάλι. Εκείνος άραγε, τι κάνει, με τι ασχολείται, έχει ιδέα τι λούκι τραβάμε; Κι αν ναι, τι κάνει για να μας βοηθήσει;
Εμείς οι Έλληνες, είμαστε ένας αξιοπερίεργος λαός στη σχέση μας με τον Θεό, τον Δημιουργό του σύμπαντος, τον Ένα και Αληθινό Θεό.
Οι περισσότεροι, ιδιαίτερα οι νεότεροι, δεν είμαστε καν βέβαιοι αν υπάρχει στην πραγματικότητα ή αν είναι αποκύημα της δεισιδαιμονίας των παλιότερων γενεών. Εμείς είμαστε τόσο σύγχρονοι και εξελιγμένοι, μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα, ενώ εκείνος τόσο παλιός, τόσο ασύγχρονος και καθηλωμένος στο απώτατο παρελθόν. Ο μεν Θεός, ένας υπέργηρος παππούς με μια κάτασπρη τεράστια γενειάδα που σίγουρα δεν βλέπει καλά, αν μάλιστα έχει ένα μάτι, και ίσως να μην ακούει καθόλου.
Ο δε γιος του, ο Χριστός, όλως παραδόξως είναι ένα μικρό παιδάκι, όχι πάνω από 6 – 8 χρόνων, καθηλωμένο στα γόνατα της μαμάς του, που σου δίνει την εντύπωση μιας ελαφράς καθυστέρησης, με το κεφαλάκι του ελαφρά γυρτό και τα δάχτυλά του σ’ έναν περίεργο σχηματισμό. Λες και ποτέ δεν κατέβηκε από εκεί, ποτέ δεν έτρεξε, ποτέ δεν σκαρφάλωσε στα δέντρα, ποτέ δεν χτύπησε, δεν έγδαρε τα γόνατά του.
Το παρουσιαστικό του σου δίνει την εντύπωση κάποιου αλλόκοτου όντος που είναι τελείως έξω από τη ζωή που ξέρουμε όλοι μας. Σου’ ρχεται να το πιάσεις, να το βάλεις σε κανένα μηχανουργείο, σε κανένα φούρνο, σε κάποιο μαρμαράδικο ή σ’ ένα συνεργείο της ΕΥΔΑΠ να σκάψει μερικά χαντάκια να συνέλθει, να ζωντανέψει, να κυλήσει επιτέλους το αίμα στις φλέβες του, να νιώσει τι είναι η ζωή και πώς βγαίνει το ψωμί.
Πέρα από αυτά, το όλο θρησκευτικό σύστημα όπως είναι στημένο, σου δημιουργεί μια τελείως απωθητική διάθεση. Απόκοσμοι άνθρωποι, βαμμένοι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια στο μαύρο, με ψαλμωδίες ανατολίτικες που όσο κι αν προσπαθήσεις, δεν πιάνεις λέξη, δεν βγάζεις νόημα.
Σαν απλός άνθρωπος, δεν έχεις καμία πιθανότητα να βρεθείς μπροστά στον Θεό και να του μιλήσεις, να του ανοίξεις την καρδιά σου. Ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ Εκείνον, παρεμβάλλονται, έτσι σου λένε, αμέτρητοι άνθρωποι, ζωντανοί κι αποθαμένοι, ατέλειωτες τελετές και διαδικασίες, υψηλοί υπερβατικοί αξιωματούχοι, σε μια ατέλειωτη μελοσαβητική αλυσίδα που σε απογοητεύει μόνο και να το σκεφτείς.
Άλλωστε εσύ κι εγώ είμαστε από τους έξω. Έξω από εκείνο το περίτεχνο ξυλόγλυπτο φρούριο που σου απαγορεύει κάθε πρόσβαση προς τα μέσα, μέσα εκεί που ίσως κάθεται ή βρίσκεται Εκείνος, ο Ύψιστος.
Για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα, το ευαγγέλιο, η Καινή Διαθήκη, ήταν ένα απαγορευμένο βιβλίο, που ο απλός άνθρωπος δεν είχε το δικαίωμα να το πιάσει στα χέρια του και να το μαγαρίσει. Μόνο οι αιρετικοί τολμούσαν τέτοια ιεροσυλία. Αλίμονο, αν σε έπιαναν επ’αυτοφόρω οι επιτετραμμένοι θρησκευτικοί υπάλληλοι να το κρατάς και να το διαβάζεις. Διακινδύνευες την προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική σου υπόσταση.
Έτσι, σήμερα, και ιδιαίτερα για τους νεότερους, ο Θεός είναι κάτι τόσο μακρινό, τόσο ξένο. Έμειναν ελάχιστες κοινωνικές συμβάσεις, που κυρίως για χάρη των συγγενικών κα παρακείμενων ανθρώπων, καλό είναι να τις ακολουθήσεις. Έτσι, αν δεν συμβεί κάτι εξαιρετικό και συνταρακτικό στη ζωή, με την εκκλησία και τη θρησκεία διασταυρωνόμαστε στα βαφτίσια, στο γάμο – δικό μας ή φίλων – και σε καμιά κηδεία – δική μας ή γνωστών!
Ένα τέτοιο κλίμα είναι Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΚΡΙΣΗ που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Στερημένες, κακοποιημένες υπάρξεις που ποτέ δεν γνώρισαν τον ΠΑΤΕΡΑ τους, ποτέ δεν άκουσαν την καρδιά Του να χτυπάει για ‘κείνους, ποτέ δεν πήραν ένα φιλί Του, ποτέ τους δεν Τον είδαν να τους χαμογελάει.
Έχετε ακούσει για κάποια μωρά που εγκαταλείπονται από τους γεννήτορές τους κοντά σε σκουπιδοντενεκέδες ή σε σκαλιά και εξώπορτες ιδρυμάτων. Παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς χάδι μάνας. Χωρίς να θηλάσουν, χωρίς να τα κοιτάξει στα μάτια το βλέμμα εκείνης που τα γέννησε. Παιδιά που μεγαλώνουν καθυστερημένα, με άρρωστες ψυχές, ελλιπές μυαλό και κακώσεις σε όλη την προσωπικότητά τους, στιγματισμένα και πληγωμένα για όλη τους τη ζωή.
Τέτοιοι είμαστε, εμείς οι Έλληνες! Κι ίσως αυτή να είναι η ΚΥΡΙΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΜΑΣ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ένας λαός που ποτέ δεν γνώρισε τον Θεό του, τον Δημιουργό του! Ποτέ οι περισσότεροι από μας δεν είχαν την πεποίθηση ότι μπορούν να Του μιλήσουν, και Εκείνος να τους ακούσει. Ποτέ δεν μάθαμε ότι ο ουράνιος Πατέρας μας ασχολείται με τη ζωή του κάθε ενός από μας. Ότι έχει καλά σχέδια στην καρδιά Του, καλύτερα από τον κάθε γήινο πατέρα.
Ποτέ ίσως δεν πέρασε από το νου μας, ότι Εκείνος πρώτος θέλει να μας μιλήσει, να’ ρθει σε επαφή μαζί μας. Είναι ο καλός βοσκός που ψάχνει τα χαμένα πρόβατα Του.
Ποτέ οι περισσότεροι από μας τους Έλληνες δεν αντιληφθήκαμε ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Άγιος Γιος του Θεού πήρε, ναι ΠΗΡΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ πάνω στους ώμους Του, πάνω στην ψυχή Του και σταυρώθηκε γι’ αυτές. Σταυρώθηκε αντί για μένα, αντί για σένα. Άρα, ο θάνατος Του μα και η ανάστασή Του έχουν άμεση σχέση με μένα, με σένα.
Κι όσο αγνοούμε αυτές τις πολύτιμες αλήθειες, μένουμε έξω από τον κύκλο της πραγματικής ζωής και υγείας. Η ψυχή μας εμφανίζει στερητικά σύνδρομα και γι’αυτό εκτρέπεται σε περισσότερο αρρωστημένες συμπεριφορές και εκδηλώσεις.