Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ

του Κωνσταντίνου Λένη

Είδα το εξής όνειρο. Ήταν αργά το απόγευμα. Περπατούσα προς την ανατολή πάνω σε ένα στενό και ίσιο δρόμο, ο οποίος δεν είχε ούτε γούβες, ούτε πέτρες για να σκοντάψω. Η θάλασσα ήταν προς τα δεξιά του δρόμου. Ξαφνικά, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, είδα μια υψηλή μάντρα χτισμένοι από πέτρες. Η μάντρα ήταν παράλληλη με τον δρόμο και πολύ πλησίον του, αλλά δεν τον ακουμπούσε.

Συνέχισα να βαδίζω ωσότου έφθασα μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα. Κοντοστάθηκα, και έριξα μια ματιά μέσα στην αυλή. Είδα ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων να περπατούν πέρα-δώθε βιαστικά. Φαινόντουσαν πολύ, πολύ απασχολημένοι. Από περιέργεια, θέλησα να μπω μέσα στην αυλή για να δω τι ήταν αυτό το μέρος. Άνοιξα τη πόρτα και μπήκα μέσα. Στη βορινή πλευρά της αυλής ήσαν χτισμένα διάφορα θρησκευτικά κτήρια. Παρατήρησα τα κτίρια προσεκτικά, και είδα ότι δεν υπήρχε κενό μεταξύ τους. Ο τοίχος του ενός κτηρίου ακουμπούσε τον τοίχο του άλλου.

Το ύψος του κάθε κτηρίου ήταν διαφορετικό από τα άλλα, και τα περισσότερα κτήρια ήταν χτισμένα από μπετό και τούβλα. Το χτίσιμο κανενός κτηρίου δεν είχε τελειοποιηθεί. Είδα πολλές ατέλειες. Η αυλή ήταν γεμάτη από εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες. τους είδα που δούλευαν τόσο πολύ σκληρά. Στα χέρια τους κρατούσαν διάφορα υλικά χτισίματος, όπως λάσπη, τούβλα, και άλλα. Ανάμεσά τους, είδα μερικούς Εργολάβους, Αρχιμάστορες, μισθωτούς διευθύνοντες, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διεύθυνση του χτισίματος. Αυτοί δέσποζαν, διέταζαν με κύρος και κατηύθυναν τους εργάτες τους.

Επίσης, παρατήρησα ότι μεταξύ του λαού υπήρχαν μερικοί που έμοιαζαν με ανθρώπους-ρομπότ. Σαν μηχανικά ρομπότ, περπατούσανε πέρα-δώθε χωρίς να έχουν ανθρώπινες συναισθηματικές εκφράσεις. Τα πρόσωπά τους ήταν παγωμένα και ανέκφραστα. Αυτοί οι ρομποτάνθρωποι ήσαν κατάσκοποι μεταξύ των συνεργατών τους. Εάν κάποιος από τους εργάτες δεν θα ακολουθούσε ακριβώς τις διαταγές των Αρχι-οικοδόμων, οι ρομποτάνθρωποι θα το ανέφεραν στα αφεντικά τους και εκείνοι θα τους τιμωρούσαν. Έτσι, από φόβο, και για να μην τους ντροπιάσουν, οι εργάτες προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο που μπορούσαν για την ανοικοδόμηση των κτιρίων.

Το πήγαινε-έλα τους δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση μέσα στη μεγάλη αυλή. Το παράξενο ήταν ότι παρόλο που δούλευαν τόσο σκληρά για να τελειοποιήσουν το έργο τους, η εμφάνιση των κτηρίων παρέμενε ατελής.

Εκεί, ανάμεσά στο πλήθος, συνάντησα κάποιον που τον γνώριζα για πολλά χρόνια. Του ζήτησα να μου εξηγήσει αυτό που συνέβαινε μέσα στην αυλή. Κι’ αυτός μου εξήγησε ότι οι άνθρωποι που βλέπω, κατοικούν συνεχώς μέσα στην αυλή, διότι οι Εργολάβοι δεν τους επιτρέπουν να φύγουν. Επίσης, μου είπε ότι οι Εργολάβοι, είναι εκείνοι που πιέζουν τους ανθρώπους να δουλεύουν σκληρά. «Και εντούτοις», μου είπε εκείνος, όλοι τους είναι πολύ ευτυχισμένοι που ζουν εδώ».

«Πως είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένοι;» τον ρώτησα. «Κοίταξε έξω στον δρόμο!» μου είπε εκείνος δείχνοντας προς τη Σιδερένια Πόρτα. «Βλέπεις αυτούς τους μεγάλους βράχους;» Μέσα από τα μαύρα σιδερένια κάγκελα της πόρτας, κοίταξα έξω στο δρόμο. Είδα τον δρόμο πάνω στον οποίο περπατούσα προηγουμένως, αυτόν τον στενό δρόμο που δεν είχε ούτε γούβες, ούτε πέτρες για να σκοντάψω. Τώρα, προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα, για πρώτη φορά, μερικούς μαύρους ογκόλιθους να κείτονται στη γη από την άλλη πλευρά του δρόμου. «Ναι, τους βλέπω!» του απάντησα. «Ακούς αυτές τις βροντές;» με ρώτησε ξανά. Αφουγκράστηκα. και άκουσα κάτι που έμοιαζε με τον ήχο ενός κεραυνού. Αλλά, δεν είδα καμιά αστραπή! Ούτε και υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό! Απορούσα από πού ήλθε ο ήχος που έμοιαζε με κεραυνό.«Ναι!» του απάντησα, «τις ακούω». Και αυτός συνέχισε την ιστορία του:

«Έξω από αυτή την αυλή δεν υπάρχει προστασία. Κάθε φορά που βροντά ο ουρανός, οι ογκόλιθοι που είδες έξω από τη σιδερένια πόρτα, πέφτουν από τον ουρανό στη γη, και μπορούν να σκοτώσουν εκείνους που δεν είναι μαζί μας μέσα στη μεγάλη αυλή. Βλέπεις, οι ογκόλιθοι πέφτουν σε όλη τη γη εκτός από την αυλή μας. Ο ουρανός δεν θα φέρει ποτέ τη καταστροφή εδώ μέσα.

Γι’ αυτό το λόγο, όσοι έρχονται εδώ, παραμένουν. Δεν φεύγουν εύκολα από αυτή τη μεγάλη αυλή. Μένουν εδώ και είναι πολύ ευτυχισμένοι, παρόλο που δουλεύουν σαν σκλάβοι κάτω από τον ζυγό των Αρχι-οικοδόμων. Δουλεύουν όλη τη μέρα στην αυλή και το βράδυ πάει ο καθένας στο κτήριο που ανήκει για να κοιμηθεί. Έτσι, αποφεύγουν τον θυμό του ουρανού.»

«Μα», του είπα, «δεν πέφτει τίποτα από τον ουρανό. Πριν από λίγο ήμουν εκεί έξω, και περπατούσα πάνω στον ίσιο δρόμο, και δεν είδα να υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Δεν είδα κανένα βράχο να πέφτει από τον ουρανό. Δεν ξέρω από πού ήλθαν αυτοί οι ογκόλιθοι, αλλά, είμαι σίγουρος ότι κάποιος ή κάποιοι, σας παίζουν ένα παιχνίδι για να σας ξεγελάσουν και για να σας εκμεταλλευτούν. Κάποιοι σας εκφοβίζουν με παραμύθια για να σας κρατούν κλειδωμένους εδώ μέσα, και για να σας έχουν κάτω από το κύρος τους, να σας εξουσιάζουν».

Εκείνος με κοίταξε με δυσπιστία και απορία. Φάνηκε φοβισμένος. «Άσε με να σου το αποδείξω» του είπα. «Το βράδυ, όταν όλοι πάνε μέσα στα θρησκευτικά τους κτήρια για να κοιμηθούν, έλα μαζί μου έξω, στο δρόμο, για να βεβαιωθείς μόνος σου!». «Μα», απάντησε εκείνος, «οι Εργολάβοι, οι Πρωτομάστορες, έχουν τους ρομποτάνθρωπους οι οποίοι φρουρούν την αυλή ακόμα και τη νύχτα. Αν ένας από αυτούς μας δει έξω στην αυλή, αντί να κοιμόμαστε μέσα στα κτήρια, αλλοίμονό μας! Θα μπούμε σε πολύ μεγάλο πρόβλημα!»

«Εγώ δε τους φοβάμαι!» του είπα. «Αλλά, όταν έλθει η ώρα να πάνε στα υπνωτήρια, εμείς θα μπορέσουμε να κρυφτούμε κάπου εδώ έξω, και με τη πρώτη ευκαιρία θα πεταχτούμε έξω στον ίσιο δρόμο! Τι λες;» Κομπιασμένα, συμφώνησε.

Αμέσως, νύχτωσε και το σκοτάδι απλώθηκε γύρω μας. Τα πλήθη σχημάτισαν γραμμές σαν λόχοι για να μπουν στα υπνωτήρια. Ξαφνικά, ακριβώς μπροστά από τη σιδερένια πόρτα, παρουσιάστηκε μια μεγάλη γούβα! Και οι δυο μας, πηδήσαμε μέσα για να κρυφτούμε. Η αυλή άδειασε. Μόνο μερικοί ρομποτάνθρωποι περιπολούσαν την ήσυχη αυλή. Κοιτάξαμε προς τη σιδερένια πόρτα, η οποία τώρα ήταν μισάνοιχτη και μείναμε κατάπληκτοι! Μερικοί από τους Αρχιμάστορες περπάτησαν προς τους μαύρους ογκόλιθους. Τους είδαμε να τους σηκώνουν στα χέρια τους λες και ήταν πούπουλα. Οι «ογκόλιθοι» ήσαν φτιαγμένοι από χρωματισμένα χαρτόνια! Οι Αρχι-οικοδόμοι τους σήκωσαν με μεγάλη ευκολία και τους τοποθέτησαν σε καινούργια μέρη.

Ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει ένας γιατί το έκαναν αυτό. Το πρωί, όταν οι «αιχμάλωτοι» θα σηκωνόντουσαν και θα βγαίνανε έξω στην αυλή, θα βλέπανε νέους «ογκόλιθους» σε διαφορετικά μέρη. Έτσι, θα συνέχιζαν να πιστεύουν τη μηχανορραφία και το ψέμα ότι μόνο αν θα παρέμεναν μέσα σ’ αυτή την αυλή θα έβρισκαν προστασία από τον θυμό του ουρανού! Αμέσως, μόλις έφυγαν οι Εργολάβοι, ο γνωστός μου και εγώ, φύγαμε τρέχοντας μακριά από την αυλή της αιχμαλωσίας, του φόβου και του δόλου. Με ανανεωμένο κουράγιο, το οποίο λάβαμε από τη προσωπική μας πείρα, τρέξαμε έξω από την αυλή όπου οι Aρχι-οικοδόμοι δέσποζαν σαν κακοί κυρίαρχοι!