γράφει η Κάλι Σκέϊφ
Διαβάζουμε στα βιβλία των Χρονικών και Βασιλέων ότι το αποτέλεσμα της συστηματικής βεβηλώσεως του Ναού, όπου ο Κύριος είχε αναπαύσει το όνομα Του και η ηθελημένη κώφωση στις προειδοποιήσεις Του, είχε σαν αποτέλεσμα να τους παραδώσει στο χέρι του Ναβουχοδονόσωρ, το 606 π.Χ ο οποίος κατάστρεψε τον Οίκο του Θεού και έτσι σταμάτησε η δημόσια έκφραση της λατρείας του ονόματος Του για 70 χρόνια, όπως είχε προφητευτεί από τον Ιερεμία.
Το 536, ακριβώς 70 χρόνια μετά, ο Κύρος υπέταξε τους Βαβυλωνίους και διακήρυξε ότι ο Κύριος του ουρανού τον πρόσταξε να ανοικοδομήσει τον Οίκο Του στην Ιερουσαλήμ και επέτρεψε στους υιούς Ισραήλ, σε όσους επέζησαν και ήθελαν, να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους και να οικοδομήσουν τον Ναό! (Εσδ. 1:2-5).
Δεν γύρισαν όλοι. Για τους περισσότερους η αιχμαλωσία είχε γίνει τρόπος ζωής.
Ο αριθμός που καταγράφηκε είναι 49,897, και τα ονόματα όλων των οικογενειών, των οποίων «διέγειρε ο Θεός το πνεύμα τους να ανέβουν και να οικοδομήσουν τον οίκο του Κυρίου», μνημονεύονται.
Ήταν το πιστό υπόλοιπο!
Δεν ήταν όμως ο Ναός γκρεμισμένος αλλά και τα τείχη.
Έτσι το 457, 79 χρόνια αργότερα, ο Νεεμίας, όταν άκουσε ότι, «το υπόλοιπο που γύρισε από την αιχμαλωσία, είναι σε θλίψη μεγάλη, και ονειδισμό, και το τείχος της Ιερουσαλήμ καθαιρέθηκε και οι πύλες της κατακάηκαν με φωτιά», κάθισε και έκλαψε, και πένθησε για μέρες και νήστευε και προσεύχονταν, λέγοντας,
«Παρακαλώ, Κύριε, Θεέ του ουρανού, ο μεγάλος και φοβερός Θεός, που φυλάττει την διαθήκη και το έλεος σε Εκείνους που Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές Του, ας είναι τώρα το αυτί Σου προσεκτικό, και τα μάτια Σου ανοικτά, για να ακούσεις την προσευχή του δούλου Σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των υιών Ισραήλ, που αμαρτήσαμε σε σένα. Κι εγώ και η οικογένεια του πατέρα μου αμαρτήσαμε. Διαφθαρήκαμε ολοκληρωτικά μπροστά Σου, και δεν φυλάξαμε τις εντολές Σου, και τα διατάγματα και τις κρίσεις, που πρόσταξες στον δούλο Σου τον Μωυσή. Να θυμηθείς παρακαλώ τον λόγο Σου που πρόσταξες στον Μωυσή λέγοντας, “Αν γίνετε παραβάτες, Εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη, αλλά αν επιστρέψετε σε Μένα, και φυλάξετε τις εντολές Μου και τις εκτελείτε, και μέχρι τα έσχατα του ουρανού να είστε απορριμένοι, και από κει θα σας συγκεντρώσω και θα σας φέρω στον τόπο που διάλεξα να κατοικίσει το Όνομα Μου εκεί”.. Και αυτοί είναι δούλοι σου και λαός Σου και λαός Σου που λύτρωσες με την μεγάλη Σου δύναμη και το ισχυρό Σου χέρι. Παρακαλώ Κύριε, ας είναι λοιπόν το αυτί Σου προσεκτικό στην προσευχή του δούλου σου, και στην προσευχή των δούλων Σου που φοβούνται το όνομα Σου». (Νεεμ. 1:4-11).
Όταν έφτασε στην Ιερουσαλήμ, επιθεώρησε την άθλια κατάσταση των τειχών ένα βράδυ μόνος του, και μετά κάλεσε το «πιστό υπόλοιπο» και τους είπε, «Εσείς βλέπετε, την δυστυχία στην οποία είμαστε…..ελάτε, και ας ανοικοδομήσουμε το τείχος» (2:17).
«Τότε σηκώθηκε α Ελιασείβ, ο ιερέας και οι αδερφοί του οι ιερείς, και ανοικοδόμησαν την Προβατική Πύλη…..και δίπλα τους οικοδόμησε ο Ζακχούρ την Ιχθυική Πύλη…….και δίπλα τους έκανε την επισκευή ο Οχιήλ, από τους χρυσοχόους….και διπλά του επισκεύασε ο Ανανίας από τους αρωματοποιούς…..και δίπλα του ο Ιεδαίας, απέναντι από το σπίτι του…. Και πλάι του επισκεύασε ο Σαλού,, ο άρχοντας, μαζί με τις κόρες του!……πάνω από της Πύλης των Ιππων επισκεύασαν οι ιερείς, ο καθένας απέναντι από το σπίτι του….στα πλάγια τους έκαναν την επισκευή οι Θεκωίτες, (αλλά οι ηγέτες τους δεν έσκυψαν τον τράχηλο τους στο έργο του Κυρίου!)……δίπλα τους ο Μαλχίας, υιός χρυσοχόου…..και μεταξύ της αναβάσεως της γωνίας και της Προβατικής Πύλης, επισκεύασαν οι χρυσοχόοι και οι έμποροι…» (Νεεμ 3)
Ιερείς, απλοί άνθρωποι, γυναίκες, άρχοντες, χρυσοχόοι, αρωματοποιοί, έμποροι!
Κανένας οικοδόμος ή χτίστης δεν αναφέρεται!
Δεν πρόσφεραν στον Κύριο τις δεξιότητες , τις ικανότητες, τα ταλέντα τους.
Τον εαυτό τους πρόσφεραν, και έτσι, χέρια που ήταν φτιαγμένα για λεπτές δουλειές, τα σκαλίσματα του χρυσού , τα μαγειρέματα και τα κεντήματα, βρέθηκαν με ανασκουμπωμένα μανίκια να σηκώνουν, να κουβαλούν, και να φορτώνουν πέτρες, και να οικοδομούν , ο ένας πλάι στον άλλον, αρχίζοντας από ότι αντιλαμβάνονταν ότι είχε κατεδαφιστεί στο άμεσο περιβάλλον τους, στην περιοχή τους, δίπλα και «απέναντι από το σπίτι τους», κρατώντας τις λόγχες τους «από την αρχή της αυγής μέχρι την εμφάνιση των άστρων στον ουρανό», με το ένα χέρι στο έργο και το άλλο στο όπλο, κουβαλώντας το όπλο τους ακόμη και όταν πήγαιναν προς νερού τους!
Οι εθελοντές ανοικοδόμησαν ξανά τον Οίκο και τα τείχη. Προηγήθηκε η μετάνοια, η προθυμία και ακολούθησε το κόστος.
Ήταν αυτοί που βλέπουν, θρηνούν, προσφέρονται, και αναλώνονται από τον ζήλο που καίει την καρδιά του Κυρίου. Και τα ονόματά τους καταγράφηκαν λεπτομερώς!
ΜΗΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΑΝΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ;
Με την δημόσια έκφραση της λατρείας του ονόματος του Κυρίου να έχει ατονίσει, με έναν ευσεβισμό χωρίς ευσέβεια με μια πίστη που τείνει να γίνει απλά προσήλωση σε ένα δόγμα, ή σε ένα ρόλο, ή σε μια εκκλησιαστική ζωή, ή σε ένα κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, αποκόπτοντας τον άνθρωπο από την ουσιαστική εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό. Με τα τείχη που σηματοδοτούσαν τον πήχη του Κυρίου για την Εκκλησία και την κοινωνία καμένα και καταγκρεμισμένα..
Και τώρα, το κάλεσμα για την ανοικοδόμηση του Οίκου και των σημερινών τειχών ανήκει σε αυτούς που «βλέπουν», θρηνούν τον ονειδισμό και προσφέρονται να σταθούν στα χαλάσματα με δέηση μπροστά στον Κύριο, αρχίζοντας από το βάρος που αντιλαμβάνονται στο πνεύμα τους και επειδή το έργο είναι μεγάλο, μένοντας σε κοινωνία με άλλους πλάι πλάι πάνω στα τείχη. Σε αυτούς ανήκει η αποκατάσταση, η ανοικοδόμηση, αλλά και η συγκομιδή αυτής της ιστορικής εποχής.
Ίσως μια μέρα και τα δικά τους ονόματα να βρεθούν καταγραμμένα στα βιβλία του Ουρανού.
«Ελάτε…λοιπόν, ας σηκωθούμε και ας ανοικοδομήσουμε το τείχος…»