Του Μάνου Παπαδαντωνάκη
«Ο δε Ιησούς υπήγεν εις το όρος των Ελαιών. Και την αυγήν ήλθε πάλιν εις το ιερόν, και πας ο λαός ήρχετο προς αυτόν, και καθίσας εδίδασκεν αυτούς. Φέρουσι δε προς αυτόν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι γυναίκα συλληφθεί σαν επί μοιχεία, και στήσαντες αυτήν εν τω μέσω, λέγουσι προς αυτόν, Διδάσκαλε, αύτη η γυνή συνελήφθη επαυτοφώρω μοιχευόμενη. Εν δε το νόμω ο Μωϋσής προσέταξεν ημάς να λιθοβολώνται αι τοιαύται, συ λοιπόν τι λέγεις; Έλεγον δε τούτο δοκιμάζοντας αυτόν, διά να έχωσι να κατηγορώσιν αυτόν. Ο δε Ιησούς κύψας κάτω, έγραφε διά τού δακτύλου εις την γην. Και επειδή επέμενον ερωτών τες αυτόν, ανακύψας είπε προς αυτούς, Όστις από σας είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ’ αυτήν. Και πάλιν κύψας κάτω, έγραψε εις την γην. Εκείνοι δε ακούσαντες, και υπό της συνειδήσεως ελεγχόμενοι, εξήρχοντο εις έκαστος, αρχίσαντες από των πρεσβυτέρων έως των εσχάτων, και έμεινε μόνος ο Ιησούς και η γυνή ιστάμενη εν τω μέσω. Ανακύψας δε ο Ιησούς, και μη ιδών μηδέν πλην της γυναικός, είπε προς αυτήν, Γύναι, που είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; δεν σε κατεδίκασεν ουδείς; Και εκείνη είπεν, Ουδείς, Κύριε. Και ο Ιησούς είπε προς αυτήν, Ουδέ εγώ σε καταδικάζω, ύπαγε, και εις το εξής μη αμάρτανε.»
Κατά Ιωάννην κεφ. η, εδαφ. 1-11
Πρωί, ο λαός ερχόταν στο ιερό για να ακούσει τα λόγια τού Ιησού. Είχε μαζευτεί λαός και ο Ιησούς τούς δίδασκε. Και ξαφνικά έρχονται οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, έχοντας μία γυναίκα μαζί τους, που την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να μοιχεύει. Την στήσανε στην μέση όλου τού κόσμου και όλοι ήταν γύρω της. Αυτή αμάρτησε!!!!. Αυτή, παράβηκε το νόμο. Πρέπει να πεθάνει. Αυτό πρέπει να γίνει. Μόνη της, στεκόταν στο μέσω. Γύρω της, όλοι. Όλοι, και αυτή μόνη της. Δεν υπάρχει κάποιος μαζί της; Και αφού την έπιασαν επ’ αυτοφώρω, που είναι ο άντρας που ήταν μαζί της. Γιατί αυτός δεν αμάρτησε;
Πες μας, Διδάσκαλε τί πρέπει να γίνει με αυτήν; Ο Κύριος έγραφε στην γη. Δεν ξέρουμε τι έγραφε. Ίσως ήθελε να τους αφήσει με την σιωπή του να σκεφτούν, να κοιτάξουν μέσα τους. Μα πάλι με επιμονή τον ρωτούσαν: «Πες μας τι να κάνουμε με αυτή εδώ που αμάρτησε με τον πιο αισχρό τρόπο. Πες μας!!!!» Επιμονή προς τις αμαρτίες τού άλλου. «Εγώ, εμείς, είμαστε καλύτεροι από αυτόν. Αυτός διέπραξε πολύ μεγάλη αμαρτία. Η δικιά μας αμαρτία δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτήν που διέπραξε αυτός». Πολλοί σκέφτονται και ενεργούν έτσι. Μα ο Κύριος δεν έβαλε βαθμίδες στην αμαρτία. Μας είπε να μην αμαρτάνουμε. Η αμαρτία όποια και να είναι αυτή είναι αμαρτία μπροστά στον Κύριο.
«Όποιος από εσάς είναι αναμάρτητος ας της ρίξει πρώτος τον λίθο». Συνέχισε ο Κύριος να γράφει στην γη. Τους άφησε να σκεφτούν. Σίγουρα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ψάχνοντας να βρουν τον αναμάρτητο. Μετά κοίταξαν μέσα τους, είδαν τις αμαρτίες τους. Είδαν ότι δεν είναι άξιοι να πιάσουν τον λίθο και να τον πετάξουν. Και τελικά ένας- ένας φύγανε. Ο Κύριος δεν είπε ότι είναι αναμάρτητη. Ήξερε ο Κύριος ότι είχε αμαρτήσει η γυναίκα. Μα ο Κύριος ήρθε στην γη για να σώσει τον αμαρτωλό και όχι να τον καταδικάσει. Αρκεί αυτός να ήθελε τον Κύριο στην ζωή του. «Που είναι αυτοί που σε καταδίκασαν; δεν υπάρχει κανείς εναντίον σου;» «Κανείς Κύριε». Μόνοι τους, ο Κύριος και ο αμαρτωλός άνθρωπος. Ωραία σκηνή. Εκεί που υπήρχε όχλος και φώναζε να λιθοβολήσουν τον αμαρτωλό άνθρωπο, τώρα στέκει μόνος του μαζί με Τον Κύριο. Και ο Κύριος πόσο γλυκά και ευγενικά μίλησε. «Ουδέ εγώ σε καταδικάζω, ύπαγε, και εις το εξής μη αμάρτανε». Η γυναίκα ήξερε ότι είχε αμαρτήσει. Το γνώριζε. Ναι, είχε πράξει μοιχεία. Δείτε ο Κύριος με πόση αγάπη της μίλησε, «ούτε εγώ σε καταδικάζω, πήγαινε και μην αμαρτήσεις ξανά». Το ήξεραν και οι δύο ότι είχε διαπράξει αμαρτία. Και ο πλέον αρμόδιος να την κρίνει ήταν ο Κύριος. Μα ο Κύριος δεν άρχισε να την κατακρίνει και να της λέει πόσο αμαρτωλή είναι. Της μίλησε ζεστά με λόγια γεμάτα αγάπη, «Ουδέ εγώ σε καταδικάζω». Σίγουρα η γυναίκα έφυγε, και έφυγε με το βάρος να μην υπάρχει πάνω στους ώμους της. Το πήρε ο Κύριος. Ήταν ελεύθερη.
«Διά τούτο αναπολόγητος είσαι, ω άνθρωπε, πας όστις κρίνεις, διότι εις ό,τι κρίνεις τον άλλον, σε αυτόν κατακρίνεις, επειδή τα αυτά πράττεις συ ο κρίνων.»
Προς Ρωμαίους κεφ. β εδαφ. 1
Κρίνω!!! Κρίνω τον αδελφό μου, κρίνω τον συνάνθρωπο μου. Κρίνω για να δείξω ότι εγώ δεν κάνω την αμαρτία που έχει κάνει ο διπλανός μου. Δείχνω με το δάκτυλο μου και λέω «αυτός ξέρεις τι έχει κάνει;» Μιλώ με τους ανθρώπους γύρω μου και φωνάζω την αμαρτία που έχει κάνει ο διπλανός μου. «Αυτός, ναι αυτός διέπραξε φοβερή αμαρτία!!!»
Σκέφτηκες ποτέ βλέποντας τον αδερφό σου να πράττει αμαρτία να καθίσεις να προσευχηθείς γι’ αυτόν χωρίς να το πεις σε κανέναν; Σκέφτηκες ποτέ να τον αγκαλιάσεις και να του πεις ότι τον αγαπάς; Σκέφτηκες ποτέ να τον πλησιάσεις με αληθινή αγάπη και να μιλήσεις μαζί του και να τον στηρίξεις χωρίς να μάθει κανείς άλλος τίποτα; Σκέφτηκες ποτέ ότι οι δικές μας αμαρτίες χτύπησαν Τον Κύριο στο Άγιο πρόσωπο Του, του μαστίγωσαν την πλάτη, του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι, του δώσανε μία χλαμύδα και ένα καλάμι και γέλαγαν μαζί Του; Σκέφτηκες τα καρφιά που Του τρυπήσαμε τα Άγια χέρια Του και πόδια Του; Τα σκέφτηκες; Αν, ναι. Με ποιο δικαίωμα κρίνεις και δεν συγχωρείς τον αδερφό σου ή τον διπλανό σου. Εσένα και μένα γιατί μας συγχώρησε ο Κύριος; Τι είναι αυτό που έκανε απέναντι σου ο αδερφός σου και δεν μπορείς να τον συγχωρέσεις;
«Και πάντες ημείς ελάβομεν εκ του πληρώματος αυτού, και χάριν αντί χάριτος. Διότι και ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, η δε χάρις και η αλήθεια έγινε δια Ιησού Χριστού.»
Κατά Ιωάννην κεφ. α εδαφ. 16-17
Λάβαμε όλοι μας μέσω Του Ιησού Χριστού χάριν αντί χάριτος. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στους αδερφούς μας και στους γύρω μας. Την λάβαμε την Χάριν όχι γιατί την αξίζαμε αλλά γιατί ο Κύριος μας αγάπησε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού.
«Αγαπητοί, επειδή ούτως ηγάπησεν ημάς ο Θεός, και ημείς χρεωστούμεν να αγαπώμεν αλλήλους.»
Επιστ. Ιωάννου Α’ κεφ. δ εδαφ. 11
Χρεωστούμεν. Ποιος χρωστάει; Αυτός που οφείλει. Όλοι λοιπόν χρωστάμε, οφείλουμε ο ένας προς τον άλλον να τον αγαπάμε. Να τον αγαπάμε με καθαρή γνήσια αγάπη Χριστού.
Αυτή την εντολή μας έχει δώσει ο Κύριος μας. Είμαστε όλοι οφειλέτες προς την Α ΓΆ Π Η Τ Ο Υ.
Όλοι μας έχουμε οφειλή, την οφειλή της αγάπης Του και πρέπει να την ζούμε και να την δίνουμε προς τους άλλους και μεταξύ μας. Την αληθινή την δική Του αγάπη πρέπει να μοιράζουμε και να ζούμε.
«Εκ τούτο γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε, και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών.»
Επιστ. Ιωάννου Α’ κεφ. β εδαφ. 16